Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 σπούδαζα στη Θεσσαλονίκη. Τὰ 2 μαθήματα επιλογής μου ήταν η Αρχαιολογία μὲ τὸν Μανώλη Ανδρόνικο καὶ τὰ Παιδαγωγικὰ μὲ τὸν Ανδρέα Μιχαηλίδη-Νουάρο. Όλη η Φιλοσοφικὴ παρακολουθούσε τότε τα μαθήματα του Ανδρόνικου, ο οποίος λίγα χρόνια πριν είχε γίνει διάσημος με τις ανασκαφὲς της Βεργίνας.
Ήταν λοιπὸν ένας "σταρ" της εποχής ο Ανδρόνικος και όλοι τρέχαμε να τον ακούσουμε στο ασφυκτικά γεμάτο αμφιθέατρο του ισογείου της σχολής μας. Θυμάμαι ακόμα πόσο γλαφυρὰ μιλούσε, με πόσο χιούμορ, και μου έχει μείνει μια ερώτηση που μας είχε κάνει:
-Ξέρετε πόσοι πρόγονοι μας χωρίζουν απὸ τον Περικλή;
Κανεὶς δὲν ήξερε ν'απαντήσει.
-80, είχε πει και μου είχαν φανεί πολύ λίγοι.
Τους υπολόγιζε με μέσο όρο ζωής τα 30 χρόνια περίπου.
Το άλλο μάθημα επιλογής, τα Παιδαγωγικὰ του Ανδρέα Μιχαηλίδη-Νουάρου, δεν παρουσίαζε το ίδιο ενδιαφέρον -για μένα τουλάχιστον, αν και θυμάμαι κάτι ωραῖο, παραλλαγμένο ίσως μετὰ απὸ τόσα χρόνια, μέσα στο βιβλίο με την ύλη του πρώτου έτους:
"Δυὸ καλοὶ φίλοι δεν έχουν ανάγκη απὸ λόγια, η σιωπὴ δεν τους δημιουργεί αμηχανία".Ή κάπως έτσι.
Στο τέλος του πρώτου έτους κλήθηκα να περάσω απὸ προφορικὲς εξετάσεις στο μάθημα των Παιδαγωγικών. Έτσι το προτιμούσε ο καθηγητὴς, έτσι έπρεπε να γίνει. Αν και ήμουν αρκετὰ διαβασμένη, ένοιωθα το στομάχι μου να σφίγγεται και τις παλάμες μου να ιδρώνουν.
Μπήκα στο γραφείο του καθηγητή μαζὶ με 4 άλλους συμφοιτητὲς μου. Εκείνος διάβασε τα ονόματα και μόλις είδε το δικὸ μου, ρώτησε:
-Σεϊζάνη;
-Ναι, είπα εγὼ τρέμοντας σαν το ψάρι.
-Τον Μιλτιάδη Σεϊζάνη τι τον είχες;
Ήταν η πρώτη φορὰ που βρισκόταν άνθρωπος να με ρωτήσει κάτι τέτοιο.
-Ήταν αδελφὸς του προπάππου μου, είπα.
-Ξέρεις, μου είπε ο καθηγητὴς, εγὼ τον είχα γνωρίσει τὸν Μιλτιάδη Σεϊζάνη.
Τον κοίταξα με απορία.
Πώς ήταν δυνατὸν να τον έχει γνωρίσει, σκέφτηκα μέσα μου. Για μένα ο Μιλτιάδης Σεϊζάνης ήταν μια μυθικὴ προσωπικότητα, πανάρχαια, χαμένη στὴν αχλὺ του παρελθόντος. Πώς ήταν δυνατὸν αυτὸς ο ἄνθρωπος, που έδειχνε σχετικὰ νέος, να τον έχει γνωρίσει;
-Εγὼ γεννήθηκα στη Σμύρνη, μου εξήγησε ο καθηγητὴς. Όταν έγινε η Καταστροφὴ ήμουν 5 χρονών και ο Μιλτιάδης Σεϊζάνης ήδη γέρος. Στην Αθήνα μας έβαλαν σαν πρόσφυγες να μείνουμε στην ίδια πολυκατοικία, Αγίου Μελετίου και Μιχαὴλ Βόδα.
Ώς εκείνη τη μέρα ελάχιστα πράγματα γνώριζα για τον Μιλτιάδη Σεϊζάνη. Απὸ τον πατέρα μου, τον Πέτρο Σεϊζάνη, είχα ακούσει ότι ήταν δημοσιογράφος και εκδότης δύο εφημερίδων, της Ιωνίας και της Αρμονίας, στη Σμύρνη, ποιητὴς, άνθρωπος που είχε εξοριστεί από τους Τούρκους. Ήξερα επίσης ότι είχε πολεμήσει σαν εθελοντὴς για την απελευθέρωση της Θεσσαλίας. Τις αναμνήσεις του από τον πόλεμο αυτόν είχε καταγράψει σ'ένα βιβλίο, το οποίο ο πατέρας μου είχε επιδιώξει ν'αγοράσει και τα είχε καταφέρει, σε μια δημοπρασία παλιών βιβλίων που είχε γίνει στην Αθήνα. Ό,τι είχαμε από εκείνον ήταν ένα βιβλίο. Τι άλλη κληρονομιά να σου αφήσει ένας πρόσφυγας που έχει εκδιωχθεί απ’την πατρίδα του, που έχει χάσει το σπίτι του και όλα τα υπάρχοντά του;
Αυτὰ ήταν, λοιπόν, όλα κι όλα όσα ήξερα για τον πρόγονὸ μου καθὼς και ότι το όνομὰ του είχε δοθεί σε δρόμους προσφυγικών συνοικιών όπως η Νέα Ιωνία, η Καισαριανὴ και άλλες. Αργότερα ανακάλυψα ότι οι θεσσαλικὲς πόλεις Λάρισα και Βόλος, τον είχαν τιμήσει δίνοντας επίσης το όνομά του σε δρόμους τους.
Ο Σεϊζάνης ήταν επίσης σύμβουλος του Χρυσοστόμου Σμύρνης και είχε έρθει σε αντιπαράθεση με τον Ύπατο Αρμοστή Στεργιάδη (το επεισόδιο αναφέρεται στο βιβλίο του Βενέζη "Μικρασία χαίρε").
Εκείνη την ημέρα που ο Ανδρέας Μιχαηλίδης-Νουάρος με έφερε τόσο κοντὰ στον πρόγονὸ μου απὸ τον οποίο δεν με χώριζαν 80 γενιὲς αλλὰ μόνο 3, κατάλαβα ότι οι πνευματικοὶ μας δρόμοι έπρεπε να ξανασυναντηθούν. Περιττὸν να πω ότι πήρα καλὸ βαθμὸ στο μάθημα των Παιδαγωγικών και ότι το χρωστούσα στον Μιλτιάδη.
Στα χρόνια που ακολούθησαν δεν κατάφερα να συγκεντρώσω πολλὲς περισσότερες πληροφορίες, ούτε κάν να διαβάσω ολόκληρο το σύγγραμμὰ του για την Επανάσταση της Θεσσαλίας, ένα σύγγραμμα που γνώρισε μερικὲς ανατυπώσεις και κυκλοφορεί πλέον στα βιβλιοπωλεία.
Ένας θείος μου, ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Πέτρος Λινάρδος, εξάδελφος του πατέρα μου και απόγονος επίσης του Μιλτιάδη, βρήκε κάποια κείμενὰ του και έδωσε μερικὲς διαλέξεις γι'αυτὸν στους εν Αθήναις απογόνους των προσφύγων Σμυρναίων.
Κάποια στιγμὴ έφτασε στα χέρια μου ένα ποίημα που ο Μιλτιάδης Σεϊζάνης έγραψε έναν χρόνο μετὰ την Καταστροφὴ. Ένας άνθρωπος που είχε υποστεί διώξεις απὸ τους Τούρκους για τα όσα έγραφε στις εφημερίδες, που είχε αφήσει για καιρό τὴ δουλειὰ του, τη γυναίκα του, την πόλη του για να έρθει στην Ελλάδα να πολεμήσει, αυτὸς ο άνθρωπος στα γεράματὰ του είχε ζήσει την πιο μαύρη σελίδα της ελληνικής ιστορίας, είχε φύγει απὸ τη Σμύρνη κακήν κακώς και έζησε τα τελευταία πικρὰ του χρόνια πρόσφυγας στην Αθήνα. Το ποίημα που λέγεται «Ένας χρόνος» είναι σπαρακτικὸ χωρὶς να γίνεται μελοδραματικὸ.
ΕΝΑΣ ΧΡΟΝΟΣ
«Από τη «Μικρασιατική Ηχώ», Αθήνα, Οκτώβριος 1980
Η Κα Πανώ Αυγέρη μας έστειλε το παρακάτω ποίημα. Είχε δημοσιευθεί στην «Αμάλθεια» που έβγαινε πια στην Αθήνα, το 1923. Ο Κος Στέφ. Γλύτσος είχε φυλάξει το απόκομμα με τη σημείωση «Υστερόγραφο ματωμένο-μισό αιώνα φυλαγμένο», που το έδωσε στην Κα Αυγέρη για τον εμπλουτισμό του αρχείου της Ενώσεως Σμυρναίων.»
Αργός διαβάτης της Ζωής
ο πικραμένος Χρόνος,
και διψασμένος σύντροφος
της συμφοράς ο πόνος!
Πίνει το δάκρυ για νερό
χωρίς να ξεδιψάση,
και τρώγει τ’αποκόμματα
χωρίς ν’αποχορτάση!
Χθες ένας χρόνος βούλωσε
με βούλα ματωμένη
πού' δα τη Σμύρνη σε φωτιά
γδυμνή να παραδέρνη,
και κόκκινη τη θάλασσα
κορμιά να παρασέρνη!
Άρα γε θα έρθη δεύτερος
τα μάτια μου κι αν κλείσουν,
ν’αναστηθούνε κι οι νεκροί
οπίσω να γυρίσουν;
Σμύρνη μου, ποιός σου τό’λεγε
πώς θα ξανατουρκέψης;
Πώς θα φορέσεις φερετζέ,
χανούμισσας γιασμάκι,
και πώς το «Στρατηγείο σου»
θα ξαναπούν «Κονάκι»;
Σημαία μου, με το χρυσό
Σταυρό στην κορυφή σου,
πόσες φορές επρόβαλλες
από το παραθύρι
σε κάθε του Χριστού γιορτή,
σε νίκης πανηγύρι;
Αχ! Ντροπιασμένη κρύφτηκες
οι Τούρκοι μη σε βρούνε
‘ς τα πέταλα τ’αλόγου των
να σε ποδοπατούνε!
Του Έβρου τώρα το νερό
πότε θε να ξεπλύνη
τη ματωμένη σου πτυχή
αντίς το δάκρυ το πικρό
που κάθε πρόσφυξ χύνει;
Αθήναι, 1923 Μ.Δ.Σεϊζάνης