Διαβάζω την Απολογία του Σωκράτους που έγραψε ο Πλάτων. Η έκδοση που έχω στα χέρια μου είναι του 1975 από τον «Πάπυρο» (μαζί με το αρχαίο κείμενο υπάρχει εισαγωγή, μετάφραση και σημειώσεις του Κ.Αραπόπουλου) και μαθαίνω διάφορα ενδιαφέροντα πράγματα που με βάζουν σε σκέψεις.
Αν θεωρήσουμε ότι ο χρυσούς αιών της αρχαίας Αθήνας ήταν η σημαντικότερη στιγμή της παγκόσμιας ιστορίας, θα συμπεράνουμε πως το να ζούσε κανείς τότε, θα πρέπει να ήταν τουλάχιστον Παράδεισος. Άρα πώς εξηγείται ότι σε μια τέτοια δημοκρατία, με τόση σοφία, με τόσα βιβλία , με τόση ελευθερία των ιδεών, ο Σωκράτης έπρεπε να πεθάνει γιατί ενόχλησε ορισμένους με την συμπεριφορά του;
Η δίκη του Σωκράτους επαναλήφθηκε στην εποχή μας τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό αλλά βέβαια ο ίδιος ήταν απών οπότε δεν είχε μεγάλη σημασία για εκείνον αν τελικά μετά από τόσους αιώνες αθωώθηκε από κάποιους αγνώστους. Το ίδιο, όπως ίσως θυμάστε, έγινε και με την Δίκη των έξ που σαν υπόθεση υπήρξε πιο πρόσφατη. Και στις δυο περιπτώσεις οι κατηγορούμενοι είχαν θανατωθεί και αυτές οι αναδρομικές ανεπίσημες δίκες υπήρξαν μόνο μια ηθική δικαίωση της μνήμης τους.
Αν φρόντιζα να ήμουν καλύτερη μαθήτρια στο σχολείο, σίγουρα θα ήξερα σήμερα περισσότερα για τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και την αρχαία Αθήνα. Τώρα αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι ο φιλόσοφος είχε φανατικούς θαυμαστές αλλά και εχθρούς. Οι τελευταίοι ήθελαν να τον βγάλουν από τη μέση κι ας ήταν σε προχωρημένη ηλικία. Τον μισούσαν, ίσως, γιατί διέφερε από τους σοφιστές, που μου δίνουν την εντύπωση ότι ήταν οι πρώτοι life coaches της ιστορίας. Τον μισούσαν άραγε επειδή δήλωνε ότι συνομιλούσε απ’ευθείας με τον θεό, και ως εκ τούτου τον φοβούνταν ή τον θεωρούσαν τρελλό; Μήπως όλος τους ο φθόνος είχε να κάνει με το ότι έβλεπαν πως ήταν ο μοναδικός που ζούσε σύμφωνα με τα πιστεύω του; Σε κάποιο σημείο της Απολογίας του ο ίδιος λέει: «Ικανόν γάρ, οίμαι, εγώ παρέχομαι τον μάρτυρα, αληθή ως λέγω, την πενίαν». Διότι ο μάρτυς, τον οποίον εγώ παρουσιάζω, ότι λέγω την αλήθειαν είναι η πενία μου.
Αυτό που ενδιέφερε τον Σωκράτη ήταν να οδηγήσει δια της διαλεκτικής μεθόδου, (η οποία μας είναι γνωστή και ως μαιευτική), τους ανθρώπους στην αρετή μέσω της γνώσης. Ο ίδιος έβλεπε τον εαυτό του σαν μια αλογόμυγα που ενοχλεί τους κατοίκους της πόλης, προκειμένου να τους αφυπνίσει, να τους νουθετήσει, να τους επιπλήξει για τα όσα έκαναν. Μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί δεν άρεσε αυτό στους Αθηναίους. Ποιός θέλει κάποιον να του υπενθυμίζει διαρκώς τις αδυναμίες του; Ποιός θέλει ν’ακούει δυσάρεστα πράγματα;
Πλησιάζοντας προς το τέλος της Απολογίας του, συστήνει σ’εκείνους που τον κατηγορούν να προσέξουν την κακία που τρέχει πιο γρήγορα απ’τον θάνατο. «Αλλά μη ού τούτ’ή χαλεπόν, ώ άνδρες θάνατον εκφυγείν, αλλά πολύ χαλεπώτερον πονηρίαν». Αλλά προσέχετε μήπως δεν είναι τούτο το δύσκολον, ω άνδρες Αθηναίοι, δηλαδή να αποφύγη τις τον θάνατον, αλλά πολύ δυσκολώτερον να αποφύγη την κακίαν. (Μια παρατήρηση: η πονηρία μεταφράζεται κακία, είναι δηλαδή το ίδιο πράγμα).
Όπως καταλαβαίνω το παραπάνω, και βάσει άλλων πραγμάτων που λέει στη συνέχεια, είναι ότι εκείνος μεν θα πεθάνει, οι κατήγοροί του θα ζήσουν αλλά το κακό που έχουν διαπράξει θα είναι πολύ χειρότερη τιμωρία για τους ίδιους και για την κοινωνία στην οποία ζουν.
Παρακάτω ο Σωκράτης δηλώνει ευθέως ότι δεν φοβάται τον θάνατο γιατί τον βλέπει απλώς σαν μια νύχτα ή σαν μετοίκηση σε άλλο τόπο. Σύμφωνα με τον φιλόσοφο εκεί μπορεί να βρει κανείς «τους αληθώς δικαστάς», τους αληθινούς δικαστές που είναι ο Μίνως, ο Ραδάμανθυς και ο Αιακός. Η προοπτική να συναντήσει στον Άδη αυτούς τους τρεις σοφούς φαίνεται να χαροποιεί τον Σωκράτη. Μαζί τους θα είναι και ο Τριπτόλεμος (ας τον ονομάσουμε τον πρώτο ακτιβιστή υπέρ των ζώων και ίσως τον πρώτο vegetarian της ιστορίας), ο Ορφεύς, ο Μουσαίος, ο Ησίοδος, ο Όμηρος και άλλοι πολλοί, όπως ο Παλαμήδης, ο Αίας ο Τελαμώνειος, ο Αγαμέμνων, ο Οδυσσέας που «ευδαιμονέστεροι» είναι εκεί απ’όσο υπήρξαν στην γη. Ευδαιμονέστερος, υποθέτουμε, έγινε και ο Σωκράτης όταν πήγε να τους συναντήσει.
Κείμενο: Λητώ Σεϊζάνη
Απρίλιος-Μάϊος 2015.