Δυο τρεις μέρες πριν τις εθνικές γιορτές, ο μονίμως φιλέορτος, ενθουσιώδης και αεικίνητος μπαμπάς μου, μας ξεσήκωνε να ανεβούμε στην ταράτσα για να υψώσουμε τη σημαία. Μπροστά στις σκάλες πήγαινε ο σκύλος που αυτά τα αντιλαμβανόταν πάντα πρώτος. Πίσω ο μπαμπάς, εμείς τα παιδιά και τελευταία η μαμά, πάντα πιο συγκρατημένη και όχι τόσο ενθουσιώδης.
Βγάζαμε τη σημαία και το κοντάρι από τη μικρή αποθήκη της ταράτσας και ο μπαμπάς μετά από αρκετή ταλαιπωρία την περνούσε στο κοντάρι, το οποίο στη συνέχεια το στερέωνε μέσα σ'ένα μεγάλο σιδερένιο δαχτυλίδι καρφωμένο σε μια γωνιά του τειχίου της ταράτσας. Η μαμά τον βοηθούσε να κρατήσει το κοντάρι που ήταν βαρύ ενώ εμείς κοιτούσαμε σε ποιά διαμερίσματα των γύρω πολυκατοικιών είχαν ήδη βγάλει σημαίες. Άλλες ήταν σαν τη δική μας με τις άσπρες γαλάζιες γραμμές και τον σταυρό στο πλάϊ κι άλλες με τον σταυρό στο κέντρο, χωρίς γραμμές. Από τα ρετιρέ μάς παρατηρούσαν οι γείτονες στην ταράτσα μας σαν νά'μαστε μυρμήγκια. Καμμιά φορά περνούσαν πάνω απ'τα κεφάλια μας εν ριπή οφθαλμού τα μαχητικά που έκαναν δοκιμές για την παρέλαση. Την 25η Μαρτίου και γιορτή του Ευαγγελισμού τρώγαμε πάντα μπακαλιάρο σκορδαλιά και γλείφαμε τα δάχτυλά μας με τις κροκέτες της μαμάς μου που ήταν ένα ποίημα. Πιο πριν είχαμε δει στην τηλεόραση την παρέλαση με την χαρακτηριστική έρρινη και στομφώδη φωνή του αιώνιου παρουσιαστή που ακόμα ηχεί στ'αυτιά μου. Τον θαύμαζα γιατί κάθε χρόνο κατάφερνε να βρίσκει καινούριες φράσεις για να περιγράφει πάντα το ίδιο πράγμα, ενώ εμένα η παρέλαση μου φαινόταν κάθε χρόνο ίδια και απαράλλακτη. "Το σμήνος που σκίζει αυτή την στιγμή τον καταγάλανο αττικό ουρανό, μας γεμίζει υπερηφάνεια για τις ένοπλες δυνάμεις της πατρίδας μας, οι οποίες ουδέποτε δίστασαν ν'αντιμετωπίζουν τον εχθρό". "Οι παλαίμαχοι σύγχρονοι ήρωες που διακρίθηκαν στα κακοτράχαλα βουνά της Αλβανίας, παρελαύνουν τώρα μαζί με τις γεμάτες αυτοθυσία αδελφές νοσοκόμες, οι οποίες την ώρα του καθήκοντος αψηφούν τα πάντα προς το κοινό συμφέρον". Τα πεζοπόρα τμήματα, οι βατραχάνθρωποι, τα τεθωρακισμένα, ξανά και ξανά, κάθε χρόνο. Τα εμβατήρια παιανίζαν μες στο σαλόνι και τραγουδούσαμε κι εμείς μισοαστεία μισοσοβαρά "Περνά ο στρατός της Ελλάδος φρουρός, του κάθε μας εχθρού ο σκληρός τιμωρός..." Στην ατμόσφαιρα υπήρχε κάτι μεταξύ εθνικού ρίγους και βαρεμάρας ενός μικρού παιδιού που χαίρεται γιατί σήμερα δεν έχει να πάει σχολείο αλλά όλες αυτές οι μεγαλοστομίες το αφήνουν αδιάφορο.
Πιο αδιάφορη με άφηνε η υποστολή της σημαίας και η τοποθέτησή της πίσω στην αποθήκη. Αλλά έπρεπε κι εκεί να βοηθήσω. Η στιγμή ήταν σαν το άχαρο ξεστόλισμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου. Ήταν, όμως, μέρος της ιεροτελεστίας μιας μικροαστικής οικογένειας στα Κάτω Πατήσια.
Αν σήμερα όλ'αυτά μοιάζουν ξεπερασμένα, θέλω να πω ότι τότε ήταν μέρος μιας φυσιολογικής ζωής χωρίς υπερπατριωτικά ξεσπάσματα. Έτσι ήταν όλοι στα Κάτω Πατήσια και σε άλλες γειτονιές της Αθήνας. Η σημαία στο μπαλκόνι ή στην ταράτσα κάθε 28η Οκτωβρίου και κάθε 25η Μαρτίου τιμούσε τους ήρωες αλλά κυρίως μάς έδινε μια αίσθηση ότι ανήκουμε κάπου. Ότι είμαστε συνέχεια των παππούδων μας που έγραψαν το έπος της Αλβανίας, που βασανίστηκαν σε ατέλειωτες πορείες μέσα στις ερήμους της Μικρασίας. Ότι είμαστε συνέχεια των παλαιότερων προγόνων μας που γνώρισαν κάποτε, μόνο 200 χρόνια πριν, τους ήρωες του Εικοσιένα από κοντά.
Και όπως το drone της μνήμης απομακρύνεται απ'αυτή τη σκηνή, απ'αυτή τη γειτονιά, απ'αυτή την μονοκατοικία που δεν υπάρχει πια, μας αφήνει εμάς εκεί, μικρούς λόγω ηλικίας, μικροσκοπικούς λόγω απόστασης, σε μια ταράτσα στα Κάτω Πατήσια, με την σημαία ν'ανεμίζει...
Λητώ Σεϊζάνη
Αφιερωμένο σε όλους τους Πατησιώτες, σε όλους τους Αθηναίους, σε όλους τους Έλληνες όπου κι αν βρίσκονται. Χρόνια Πολλά!