Eίναι εκ των πραγμάτων αδύνατον να παρακολουθεί κανείς όλους τους σύγχρονους συγγραφείς καθώς υπάρχει κάθε χρόνο μεγάλη παραγωγή βιβλίων.
Το βραβείο Νόμπελ όμως, καταφέρνει να στρέψει τους προβολείς επάνω σε ορισμένα ονόματα. Κι όσο πιο διαδεδομένη η γλώσσα στην οποία γράφει ένας λογοτέχνης, τόσο το καλύτερο γι’αυτόν.
Η Alice Munro, η οποία πέθανε πρόσφατα σε ηλικία 92 ετών, είχε τιμηθεί με τον βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2013.
Διάβασα την συλλογή διηγημάτων της Munro με τίτλο Dear life στα αγγλικά. Οι ήρωες χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο, μουντοί, ουδέτεροι, αφανείς. Το μόνο που τους κάνει να ξεχωρίζουν –συνήθως με τρόπο αρνητικό- είναι ένα εξαιρετικό περιστατικό της ζωής τους, ένα παράπτωμα τις περισσότερες φορές, που οι συνέπειές του ή η ανάμνησή του, τούς ακολουθεί σαν ρετσινιά. Έτσι δεν γίνεται και στην αληθινή ζωή; Όλοι έχουν «λευκό ποινικό μητρώο», κυριολεκτικά ή μεταφορικά, μέχρι που γνωρίζουν κάποιον που θα τους παρασύρει ή θα ξυπνήσει μέσα τους κάτι κακό.
Ξεχώρισα το διήγημα Haven (Καταφύγιο) όπου οι χαρακτήρες του θείου και της θείας περιγράφονται με αριστοτεχνικό τρόπο. Ο αναγνώστης έχει την εντύπωση ότι κάποτε, στο παρελθόν, έχει γνωρίσει τέτοιους ανθρώπους. Έναν...περίπου παρανοϊκό άντρα και την φοβισμένη σύζυγό του. Τι σημασία έχει αν η Munro μιλάει για τον Καναδά και ο αναγνώστης βρίσκεται στην Ελλάδα;
«Η πιο σημαντική δουλειά μιας γυναίκας είναι να δημιουργεί ένα καταφύγιο για τον άντρα της».
Το είπε όντως αυτό η θεία Ντων; Δεν νομίζω. Απέφευγε με αιδημοσύνη να κάνει δηλώσεις. Πιθανόν εγώ να το διάβασα σε κάποιο περιοδικό για νοικοκυρές που είχα βρει στο σπίτι τους. Απ’αυτά που έφερναν αναγούλα στη μητέρα μου».
Στο τέλος του βιβλίου υπάρχουν κάποιες αφηγήσεις που όπως δηλώνει η συγγραφέας είναι αυτοβιογραφικές ως προς τα συναισθήματα που εκφράζονται μέσα απ’αυτές, αν και όχι απολύτως ως προς τα γεγονότα. Έχουν να κάνουν κατά κύριο λόγο με την δύσκολη σχέση της Munro με την μητέρα και την αδελφή της, αλλά ιδιαίτερα με τη μητέρα της, την οποία δεν ζωγραφίζει με ιδιαίτερα συμπαθητικά χρώματα. Οι αφηγήσεις έχουν συνδέονται επίσης με τα περιστατικά που σημάδεψαν την παιδική ηλικία της Alice Munro, σε μια σκληρή εποχή για την οικογένειά της αλλά και για την ανθρωπότητα ολόκληρη. Η τελευταία παράγραφος αξίζει κατά τη γνώμη μου όσο όλα τα διηγήματα μαζί.
«Δεν πήγα σπίτι για την τελευταία αρρώστια της μητέρας μου ή για την κηδεία της. Είχα δύο μικρά παιδιά και δεν είχα κανέναν στο Βανκούβερ να τα αφήσω. Μετά βίας αντέχαμε να πληρώσουμε το εισιτήριο, κι ο άντρας μου περιφρονούσε τις συμβατικότητες. Αλλά γιατί να τα ρίχνω σ’εκείνον; Κι εγώ το ίδιο ένοιωθα. Λέμε ότι μερικά πράγματα είναι ασυγχώρητα ή ότι δεν μπορούμε να τα συγχωρήσουμε στον εαυτό μας. Κι όμως το κάνουμε –πάντα το κάνουμε.»
Με το τέλος αυτό, η συγγραφέας προσπαθεί να βγάλει από πάνω της ένα βάρος που την πλακώνει σαν ταφόπετρα. Αλλά δεν είναι σίγουρο πως τα καταφέρνει, ό,τι κι αν λέει. Έχω την εντύπωση πως δεν ζητάει δικαίωση ούτε από τους αναγνώστες ούτε από τον εαυτό της. Από τον Θεό ζητάει δικαίωση με συγκινητική ειλικρίνεια.
Κείμενο: Λητώ Σεϊζάνη
Πηγή Φωτογραφίας: https://www.youtube.com/watch?v=VXu6BOVHKX0