Την εποχή που κυκλοφόρησε αυτό το τραγούδι, στην αστική Αθήνα του ’60, πολύς κόσμος άκουγε μόνο ελαφρά μουσική. Οι γυναίκες φορούσαν μεσάτα φουστάνια, μυτερές γόβες και ήταν, σχεδόν όλες ερωτευμένες με τον γοητευτικό ηθοποιό Δημήτρη Χορν!
Σε αυτό συνηγορούσε η ομορφιά του, η βαθιά, αισθαντική φωνή του και βέβαια πάνω από όλα το μέγα ταλέντο του που έκανε τα θέατρα να υπερχειλίζουν από κόσμο. Στολισμένες κυρίες και κοστουμαρισμένοι κύριοι που πηγαίνανε να δουν καλό, ποιοτικό θέατρο. Η διευκρίνιση είναι απαραίτητη γιατί τότε, αρχές δεκαετίας ’60 το κοινό του κάθε θεάματος ήταν σε μεγάλο βαθμό διαχωρισμένο. ‘Άλλος κόσμος πήγαινε στο «σοβαρό θέατρο» και εντελώς άλλος στα βαριετέ και τις επιθεωρήσεις. Όχι ότι στην σημερινή εποχή δεν υπάρχουν αυτοί οι διαχωρισμοί αλλά τα κριτήρια είναι διευρυμένα.
Το αυτό ίσχυε και για τον χώρο του τραγουδιού. Άλλοι για να διασκεδάσουν ακούγανε αποκλειστικά ελαφρά μουσική ξένη και ελληνική, και άλλοι λαϊκά ή τα ακόμη περιθωριακά ρεμπέτικα. Να τονίσουμε επιπλέον και την αλλεργία μερίδας των ακροατών και μόνο στο άκουσμα μπουζουκοτράγουδων!
Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, ο αγαπημένος πρωταγωνιστής με την αριστοκρατική ανατροφή, τους λεπτούς τρόπους και το αστείρευτο ταλέντο βρέθηκε να τραγουδάει ένα «ζουμπουρλούδικο» τσιφτετέλι, δροσερό κι ανάλαφρο και να το απογειώνει με τη χάρη της ερμηνείας του!
Δεν είναι μόνο ότι το απογείωσε, πούλησε χιλιάδες δίσκους, άνοιξε τις πόρτες των σαλονιών και στα πικάπ τους ο δίσκος των 45 στροφών παιζόταν απενοχοποιώντας τον κατώτερο, τον πολύ μπανάλ αισθησιακό χορό όπως τον χαρακτήριζαν οι καθωσπρέπει άνθρωποι. Το τσιφτετέλι, αντικριστός χορός σε ρυθμό 2/4 ήρθε μαζί με τους οι πρόσφυγες στον Ελλαδικό χώρο μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Οι «Θαλασσιές οι Χάντρες» έγιναν από την πρώτη στιγμή επιτυχία, τραγουδήθηκαν και τραγουδιούνται ακόμη.
(Από την ταινία του Κλέαρχου Κονιτσιώτη "Η ΑΘΗΝΑ ΤΗΝ ΝΥΧΤΑ" 1962. Xάρη στην ταινία έχουμε την ευκαιρία να βλέπουμε τον Τάκη Χορν να ερμηνεύει τις «Χάντρες», έστω και σε playback, με μπρίο και μια γερή δόση χιούμορ).
Βέβαια, ο ίδιος ο Δημήτρης Χορν είχε δηλώσει ότι κατά λάθος βγήκε σε δίσκο με τη φωνή του αυτό το «αηδέστατο τραγούδι». Κανονικά, έλεγε, ήταν να το πει η Βάνου, εμένα με φώναξαν ο Πλέσσας με τον Πρετεντέρη να το πω έτσι για πλάκα, να δουν πώς ακούγεται και ο ηχολήπτης το ηχογράφησε!
Στο «αηδέστατο» αυτό τσιφτετέλι τους κεφάτους στίχους έγραψε ο Κώστας Πρετεντέρης και τη μουσική ο Μίμης Πλέσσας. Ξεκίνησε όντως σαν ένα αστείο που θέλανε να κάνουν στον Χορν αλλά και από μια ανάγκη. ‘Επρεπε να γράψουν κάτι για να γεμίσουν τη δεύτερη πλευρά από το δισκάκι με το «Ποιος το ξέρει» αυτό το υπέροχο σλόου που τραγούδησε οικειοθελώς αυτή τη φορά ο Χορν με σεκόντο την Τζένη Βάνου.
Τί να πρωτοπούμε για τον Μίμη Πλέσσα, αυτόν τον χαρισματικό συνθέτη! Χημικός, απόφοιτος της Φυσικομαθηματικής Σχολής με μεταπτυχιακό στην Αμερική, εξαιρετικός πιανίστας και παθιασμένος με την τζαζ, ο Μίμης Πλέσσας είχε αρχίσει να συνθέτει τραγούδια στο χώρο της ελαφράς μουσικής από τα μέσα σχεδόν της δεκαετίας του ’50. Βέβαια και για εκείνον το να συνθέσει ένα τσιφτετέλι και μάλιστα τόσο πετυχημένο, ήταν μια υπέρβαση των μουσικών διαχωρισμών που επικρατούσαν τότε. Ευτυχώς, γιατί μετέπειτα ο Μίμης Πλέσσας με το τεράστιο ταλέντο του έγραψε εξαιρετικά τραγούδια όλων των ειδών, και τσιφτετέλια αλλά και υπέροχα ζεϊμπέκικα!
Κείμενο: Μαριάννα Καραβασίλη
Σ.Σ Οι δυο φωτογραφίες του Δημήτρη Χορν προέρχονται από τον τόμο του ΘΕΑΤΡΟΥ 1966.