Η λειτουργία της βιβλιοθήκης του νηπιαγωγείου

Η λειτουργία της βιβλιοθήκης του νηπιαγωγείου υπό την οπτική της θεωρίας των κοινών

Η λειτουργία της βιβλιοθήκης του νηπιαγωγείου, της γωνιάς της βιβλιοθήκης όπως χαρακτηριστικά ονομάζεται, συνήθως συμβαίνει μόνο από τον/την εκπαιδευτικό, δηλαδή μονομερώς και από τα πάνω. Ο/η εκπαιδευτικός αποφασίζει και οργανώνει τα πάντα σχετικά με το θέμα αυτό, ατομικά και ανεξάρτητα από τις απόψεις και τις επιθυμίες των παιδιών. Αυτό που επιχειρώ εδώ είναι να δώσω μια εναλλακτική (από την παραπάνω επικρατούσα) οπτική για τη λειτουργία της βιβλιοθήκης της σχολικής τάξης του νηπιαγωγείου  

1. Τι είναι τα κοινά: εννοιολογική αποσαφήνιση του όρου

 

Σκοπός του παρόντος κειμένου είναι η – θεωρητική και πρακτική – πλαισίωση της λειτουργίας της βιβλιοθήκης της σχολικής τάξης του νηπιαγωγείου, του χώρου δηλαδή εκείνου που στεγάζει – αλλά και διαμορφώνεται από – τη σχέση του παιδιού με το βιβλίο,  υπό την οπτική της θεωρίας των κοινών.

Τα κοινά (commons) (Ostrom 1990· De Angelis, 2013· Κιουπκιολής, 2014· Bolier, 2016· Πεχτελίδης, 2020· Bollier & Helfrich, 2022), «είναι συνεχές γίγνεσθαι» (Bollier & Helfrich, 2022: 103) και «αποτελούν ζωντανά κοινωνικά συστήματα μέσα από τα οποία οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τα κοινά τους προβλήματα» στη βάση της ισότητας και της συλλογικότητας λειτουργώντας κατά βάση «με αυτο-οργανωμένους τρόπους» (Bollier & Helfrich, 2022: 34). Σύμφωνα με τον Κιουπκιολή (2014: 178), «τα κοινά» είναι «μια μορφή συλλογικής ιδιοκτησίας» η οποία διασφαλίζει «την επιβίωση και την ευημερία κάθε μέλους». Επιπλέον «είτε είναι υλικά, όπως η γη, το νερό και ο αέρας, είτε άυλα, όπως η γνώση και οι δεξιότητες, τα κοινά υφαίνουν ένα συνεκτικό ιστό που συνδέει όλα τα άτομα σε ένα δίκτυο κοινωνικής συνεργασίας και αλληλεξάρτησης» (Κιουπκιολής, 2014: 178).

Ακλουθώντας τον Bolier (2016: 228), τα κοινά είναι μια «αποκεντρωμένη, αυτοοργανωμένη και βασισμένη στην πράξη προσέγγιση» και «πολιτική στρατηγική». Γίνονται δηλαδή αντιληπτά ως «μια πολιτισμική πρακτική και στάση που προσπαθεί να κατανοήσει τον κόσμο με διαφορετικούς όρους» (Bolier, 2016: 229-230). Και «αντλούν την κινητήρια δύναμή τους από την αντίληψη ότι οι άνθρωποι μπορούν πραγματικά να επηρεάσουν τη δημιουργία ενός καλύτερου κόσμου», καθώς αξιοποιούν «τη συνεργασία και την ενεργητικότητα της βάσης για να λύσουν προβλήματα» (Bolier, 2016: 230-231).

Τα κοινά επομένως είναι ένα «κοινωνικό» και «αυτοοργανωμένο σύστημα» που αποσκοπεί στην «αγαθή επιστασία» τόσο των φυσικών όσο και των κοινωνικο-πολιτισμικών «πόρων», μεταξύ των οποίων οι παραδόσεις και οι γνώσεις, περιορίζοντας παράλληλα τις όποιες συναλλαγές και εξαρτήσεις από τους κυρίαρχους μηχανισμούς διαχείρισης αυτών των πόρων (π.χ. το κράτος) (Bolier, 2016: 235).

 

2. Η λειτουργία της βιβλιοθήκης του νηπιαγωγείου υπό το πρίσμα των κοινών

 

Η λειτουργία της βιβλιοθήκης του νηπιαγωγείου, της γωνιάς της βιβλιοθήκης όπως χαρακτηριστικά ονομάζεται, συνήθως συμβαίνει μόνο από τον/την εκπαιδευτικό, δηλαδή μονομερώς και από τα πάνω. Ο/η εκπαιδευτικός αποφασίζει και οργανώνει τα πάντα σχετικά με το θέμα αυτό, ατομικά και ανεξάρτητα από τις απόψεις και τις επιθυμίες των παιδιών.

Αυτό που επιχειρώ εδώ είναι να δώσω μια εναλλακτική (από την παραπάνω επικρατούσα) οπτική για τη λειτουργία της βιβλιοθήκης της σχολικής τάξης του νηπιαγωγείου υπό το πρίσμα των κοινών, μια οπτική στην οποία η βιβλιοθήκη δεν αποτελεί ένα ιδιωτικό κατασκεύασμα το οποίο ανήκει σε κάποιον/α άλλο/η, που συνήθως δεν είναι καν χρήστης/τριά της. Μια κοινοποίηση (commoning) δηλαδή της βιβλιοθήκης, τόσο ως μορφής όσο και ως περιεχομένου, όπου όλα τα μέλη της κοινότητας της σχολικής τάξης έχουν ισότιμη άποψη, θέση και ρόλο λειτουργώντας ως κοινωνοί (commoners).

Υπό ένα τέτοιο πρίσμα, η λειτουργία της βιβλιοθήκης θα μπορούσε να ιδωθεί ως μια αντικαταπιεστική δράση από τα κάτω, μέσα από τις ποιότητες της αυτοδιεύθυνσης, της συλλογικής συμμετοχής, της αυτοοργάνωσης, της αλληλεξάρτησης και της διάχυσης της ετερότητας (του κάθε υποκειμένου) (βλ. Butler, 2017̇ 2022). Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οτιδήποτε αφορά τη βιβλιοθήκη συναποφασίζεται από όλα τα μέλη της κοινότητας της σχολικής τάξης στη βάση της ισότητας, του σεβασμού και της αλληλεγγύης. Ενώ απορρίπτεται η καθοδήγηση, η χειραγώγηση, η επιτήρηση και ο πατερναλισμός, και αντ’ αυτών επιχειρείται η εγκαθίδρυση σχέσεων ισότητας και αλληλεξάρτησης, «αυτόνομα και οριζόντια (δηλ. χωρίς ελίτ και ηγέτες)» (Κιουπκιολής, 2014: 230). Ο χώρος της βιβλιοθήκης θα μπορούσε, επομένως, να ιδωθεί ως ποικιλία πλεγμάτων «δημιουργικών ετεροτήτων» (βλ. Κιουπκιολής, 2014: 230) τα οποία διασφαλίζουν «την πληθυντικότητα […] την ετερογένεια, την δημιουργικότητα και την ανοικτότητα» (βλ. Κιουπκιολής, 2014: 233) ακολουθώντας θα λέγαμε τη ντελεζιανή ριζωματική κοσμοθεωρία (βλ. Deleuze & Guattari, 2017̇ Ντελέζ & Παρνέ, 2022).

Όσο πιο μεγάλη είναι η βιβλιοθήκη του νηπιαγωγείου τόσο το καλύτερο γιατί θα έχει στα ράφια της περισσότερα βιβλία (λογοτεχνικά, γνώσεων, εικονογραφημένα, εκπαιδευτικά, κόμικς κλπ.). Όμως, τι είδους βιβλία πρέπει να φιλοξενούνται στα ράφια της; Ποιος/ά είναι υπεύθυνος/η γι’ αυτά; Πώς και από ποιον/α επιλέγονται και ανανεώνονται τα βιβλία; Τι είδους δραστηριότητες κάνουμε με αυτά; Για να επιτύχει το όποιο εγχείρημα συλλογικότητας και αυτοοργάνωσης, θα πρέπει όλοι/ες οι παρευρισκόμενοι/ες και ενδιαφερόμενοι/ες να μπορούν να δώσουν απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα από κοινού, μέσα από ζυμώσεις ή/και συγκρούσεις, οι οποίες θα επιτρέπουν στα μελη να προχωρούν σε «συλλογικές συμφωνίες» και να εφευρίσκουν «μηχανισμούς επίλυσης» των «συγκρούσεων» (Ostrom, 1990: 90-102· βλ. επίσης Πεχτελίδης, 2020: 30-31· Bollier & Helfrich, 2022: 445-446). Τέτοιοι μηχανισμοί θα μπορούσαν να διαμορφώνονται από κοινού, εν είδει όχι μόνο συγκλίσεων, αλλά και αντιδιασταλτικά, μέσα από τις ίδιες τις συγκρούσεις.

Σε ένα τέτοιο εγχείρημα, τόσο ο/η εκπαιδευτικός όσο και οι μαθητές/τριες έχουν ενεργό ρόλο – και είναι υπεύθυνοι/ες – για τη διατήρηση, τον εμπλουτισμό και την προστασία της βιβλιοθήκης. Στην προσπάθεια οικοδόμησης μιας σχέσης ζωής μεταξύ του παιδιού και του βιβλίου, ένα από τα χειρότερα, τα πιο καταστροφικά πράγματα που μπορεί να κάνει ένας/μία εκπαιδευτικός, είναι να πάρει την απόφαση να επιλέγει, να οργανώνει και να ταξινομεί μόνος/η του/της το περιεχόμενο της βιβλιοθήκης του νηπιαγωγείου. Κάτι τέτοιο θα είχε ως αποτέλεσμα τη μουσειοποίηση της βιβλιοθήκης και την αυταρχικοποίηση της σχέσης του παιδιού με το βιβλίο. Αντίθετα, οι συλλογικές διαδικασίες και πρωτοβουλίες συγκρότησης της βιβλιοθήκης, θα μπορούσαν πλαισιώσουν τη σχέση του παιδιού με το βιβλίο, όχι ως μία στάσιμη και παθητική κατάσταση, η οποία εδράζεται στην πράξη της ανάγνωσης, ή της ακρόασης, αλλά ως μία σχέση ενεργητική, πάνω στην οποία το παιδί έχει λόγο, μια σχέση της οποίας το παιδί είναι μέρος, αλλά και της θέτει ερωτήματα, δοκιμάζοντας παράλληλα τις απαντήσεις του σε αυτά.

Περνάμε έτσι σε μια θεώρηση «συλλογικής αυτοδιαχείρισης» (Κιουπκιολής, 2014: 178) τόσο της βιβλιοθήκης όσο και της σχέσης παιδιού-βιβλίου. Η κοινότητα του νηπιαγωγείου στρέφεται προς τη βιβλιοθήκη ποικιλοτρόπως, και όχι μονοδιάστατα και παθητικά (όπως στερεοτυπικά συνηθίζεται να συμβαίνει). Ενώ η βιβλιοθήκη γίνεται χώρος απορίας, αναζήτησης, επιθυμίας, απόλαυσης και δημιουργικότητας παιδιού και εκπαιδευτικού.

Τέλος, η επαφή του παιδιού με το βιβλίο, ιδωμένη υπό την οπτική των κοινών, δεν μπορεί να περιορίζεται στα όρια του σχολείου, αλλά είναι κρίσιμο να τα ξεπερνά διαρκώς, να εκμεταλλεύεται και να επεκτείνεται και σε άλλους χώρους με βιβλία και βιβλιοθήκες, και μάλιστα όχι απαραίτητα με τη στερεοτυπική σύλληψη του βιβλίου και της βιβλιοθήκης. Στόχος άλλωστε είναι μια από κοινού, και πιθανόν αποδομητική ή ανατρεπτική της υπάρχουσας, διαμόρφωση της αντίληψης για το βιβλίο, τη βιβλιοθήκη, και της ίδιας της σχέσης παιδιού-βιβλίου.

 

3. Συζήτηση

 

Η σύλληψη της βιβλιοθήκης και της λειτουργίας της υπό το πρίσμα της θεωρίας των κοινών αναδεικνύει ότι ο χώρος της τάξης του νηπιαγωγείου στον οποίο βρίσκεται η βιβλιοθήκη δεν είναι μία απαγορευμένη ζώνη στην οποία για να μεταβεί κανείς απαιτείται ειδική άδεια. Η βιβλιοθήκη, επίσης, δεν είναι νεκροταφείο στο οποίο ισχύουν κανόνες – κυριολεκτικά – νεκρικής σιγής. Δεν είναι δηλαδή ένα ησυχαστήριο που προϋποθέτει τη φρόνιμη παρουσία του/της επισκέπτη/τριας του, αλλά ένας χώρος ζωντανός, μία νησίδα ελπίδας, ονείρου και ανησυχίας, στην οποία ο/η καθένας/καθεμιά έχει δικαίωμα πρόσβασης, όπως και αν θέλει να είναι. Η μορφή δηλαδή και το περιεχόμενό της βιβλιοθήκης, όπως και ο ορισμός των σχέσεων που δύνανται να αναπτυχθούν σε αυτή και με βάση αυτή, δεν ανήκουν σε κάποιο συγκεκριμένο άτομο αλλά σε όλους/ες, από κοινού, και συνεπώς είναι δυναμικά, επιδεκτικά και ανοιχτά στους όποιους συνεχείς και ποικίλους επαναπροσδιορισμούς τους.

Αν η πρόσβαση του παιδιού στη βιβλιοθήκη, οι διάφοροι περιορισμοί για τον χρόνο που θα περάσει εκεί και η πλαισίωση της συμπεριφοράς τους μέσα σε αυτή, ορίζονται από τα πάνω, και όταν το βιβλίο αντιμετωπίζεται ως ένα υλικό προϊόν που αποκτήθηκε έναντι κάποιας χρηματικής αμοιβής και χρησιμεύει σε συγκεκριμένους χώρους, χρόνους και καταστάσεις, τότε η σχέση του παιδιού με το βιβλίο αποδυναμώνεται, με το πρώτο να καταλήγει να αδιαφορεί και να αποστρέφεται το τελευταίο.

Αντίθετα, η κοινοποίηση της βιβλιοθήκης βοηθά στην καλλιέργεια και την εμπέδωση της αντίληψης ότι η βιβλιοθήκη δεν είναι απλώς ένα έπιπλο ούτε ο χώρος όπου αυτή βρίσκεται τοποθετημένη, ή ένα απλό σημείο της τάξης στην προκειμένη. Στα ράφια της δεν βρίσκονται απλώς σελίδες με γράμματα και εικόνες, αλλά κωδικοποιημένες γνώσεις μέσα στους συμβολισμούς των λέξεων και των εικόνων. Η βιβλιοθήκη θα μπορούσε να είναι το όχημα διαφυγής από τον κατεστημένο κόσμο. Επιπλέον, αν είναι ζητούμενο το να αποκτήσει το παιδί μία σχέση ζωής με το βιβλίο, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αισθάνεται οικειότητα τόσο με το βιβλίο όσο και με την βιβλιοθήκη που το στεγάζει. Αυτή η σκέψη, η οποία μπορεί να πραγματωθεί υπό την οπτική των κοινών, θα έχει ως αποτέλεσμα την εκλέπτυνση της σχέσης του παιδιού, αλλά και του/της εκπαιδευτικού, με το βιβλίο, χωρίς βέβαια να προκαταβάλλονται είτε θετικά είτε αρνητικά προσωπικές επιλογές και διαδρομές. Η κοινοποίηση της βιβλιοθήκης θρυμματίζει την κατεστημένη διαλεκτική του παιδιού με το βιβλίο και του χώρου που το συναντά, διανοίγει έναν ορίζοντα συνύπαρξης και αλληλεπίδρασης και ριζοσπαστικοποιεί την (προ)οπτική του παιδιού για τη σχέση του με το βιβλίο, αλλά και την ίδια τη γνώση.

Μια διαπνεόμενη από τα κοινά λειτουργία της βιβλιοθήκης του νηπιαγωγείου αποδομεί και αντιστέκεται στον ηγεμονικό ρόλο του/της εκπαιδευτικού ως κυρίαρχου/ης, ως του μοναδικού υποκειμένου που αποφασίζει, και αντ’ αυτού δρα «προς όφελος ενός ιστού πλουραλιστικής, συνεργατικής και ανταγωνιστικής […]διαχείρισης που θα διαχέει και θα αποκεντρώνει την κυριαρχία» (βλ. Κιουπκιολής, 2014: 235).

Σε αντίθεση, επομένως, με την κλισέ ηθική της φιλαναγνωσίας, που βασίζεται – συγκροτεί και συγκρατεί – την εικόνα του αυτοπειθαρχημένου, δεκτικού, υπάκουου και ήσυχου παιδιού που διαβάζει προστατευμένα και εκ του ασφαλούς, επίπεδα και στατικά, ατάραχα και παθητικά, μέσα από τη θεώρηση των κοινών θα μπορούσαμε να περάσουμε σε μια αλληλεπίδραση ερωτικού, θα λέγαμε, χαρακτήρα μεταξύ του παιδιού και του βιβλίου, αλλά και ευρύτερα της γνώσης.

Κείμενο: Μιχάλης Κατσιγιάννης

 

Βιβλιογραφία

 

Bolier, D. (2016). Κοινά: Μια σύντομη εισαγωγή (Γ. Θεοχάρης, Μτφρ., Γ. Παπανικολάλου, Επιμ.). Αθήνα: Angelus Novus.

 

Bolier, D. & Helfrich, S. (2022). Ελεύθερα, Δίκαια και Ζωντανά: Η Ανατρεπτική Δύναμη των Κοινών (Ομάδα μεταφραστών, Μτφρ., Δ. Αλεξάκης, Επιμ.). Αθηνα: Νεφέλη.

 

Butler, J. (2017). Σημειώσεις για μια επιτελεστική θεωρία της συνάθροισης (Μ.

Λαλιώτης, Μτφρ., Ρ. Σινοπούλου, Επιμ.). Αθήνα: Angelus Novus.

 

Butler, J. (2022). Η δύναμη της μη βίας: Ένας ηθικοπολιτικός δεσμός (Γ. Θ.

Καράμπελας, Μτφρ., Χ. Σπυροπούλου, Επιμ.). Αθήνα: Αλεξάνδρεια

 

De Angelis, M. (2013). Κοινά, περιφράξεις και κρίσεις (Σ. Παπάζογλου, Χ. Τσαβδάρογλου, Μτφρ.). Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Των Ξένων.

 

Deleuze, G. & Guattari, F. (2017). Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια 2. Χίλια

Πλατώματα (Β. Πετσογιάννης, Μτφρ.). Αθήνα: Πλέθρον.

 

Κιουπκιολής, Α. (2014). Για τα κοινά της ελευθερίας. Αθήνα: Εξάρχεια.

 

Ντελέζ, Ζ. & Παρνέ, Κ. (2022). Διάλογοι (Κ. Β. Μπούντας, Μτφρ., Δ. Τουλάτου, Επιμ.). Αθήνα: Εκκρεμές.

 

Ostrom, E. (1990). Governing the Commons: The evolution of institutions for collective action. Cambridge: Cambridge University Press.

 

Πεχτελίδης, Γ. (2020). Για μια εκπαίδευση των κοινών εντός και πέραν των «τειχών». Αθήνα: Gutenberg.


Εκτύπωση   Email