Το τηλέφωνο ήταν από εκείνα τα παλιά, με στρογγυλό καντράν με αριθμούς. Μαύρο, βαρύ-από βακελίτη φτιαγμένο-μάρκας Siemens-αθάνατο! Όταν καλούσες έναν αριθμό άφηνε ένα χαρακτηριστικό, ξερό ήχο στο γύρισμα του καντράν. Για την ακρίβεια άφηνε διαφορετικής διάρκειας ήχους ανάλογα με τον αριθμό που σχημάτιζες.
Το τηλέφωνο ήταν σε ένα τραπεζάκι στο χωλ, πάνω σε ένα σεμαίν. Της προίκας της.
Δίπλα του ακουμπισμένο ένα μολύβι κι ένα μακρόστενο τηλεφωνικό ευρετήριο, διαφημιστικό μιας παλιάς κατασκευαστικής εταιρείας. Πολυκαιρισμένο, φθαρμένο σε τέτοιο βαθμό που κανονικά θα έπρεπε να πάρει πια άλλο. Πόσο το βαριόταν αυτό! Πού να αντιγράφεις τόσα ονόματα, διευθύνσεις και τηλέφωνα!
Το τηλέφωνο σπάνια ζωντάνευε πια.
Συνήθως στεκόταν βουβό, καρτερικά περιμένοντας τις ονομαστικές εορτές μακρινών συγγενών και φίλων από τα παλιά. Τότε, αφού έπινε τον πρωινό της καφέ, καθόταν στην καρέκλα δίπλα στη συσκευή, άνοιγε το ευρετήριό της και ξεκινούσε τα ευχετήρια τηλεφωνήματα στους εορτάζοντες της ημέρας.
Κάθε χρονιά την ίδια διαδικασία.
Απλά, όπως περνούσαν τα χρόνια όλο και διέγραφε κάποιον αριθμό από τον κατάλογο έτσι, που σιγά-σιγά, ο αριθμός των ευχετηρίων τηλεφωνημάτων ήταν αντιστρόφως ανάλογος των σβησμένων ονομάτων στο παλιό, φθαρμένο ευρετήριό της.
Κείμενο: Μαριάννα Καραβασίλη