Είναι μία πραγματικότητα ότι το επάγγελμα του δικηγόρου στην κοινή γνώμη είναι σε μεγάλο βαθμό συνώνυμο της απατεωνιάς, του ψεύδους, της δολοπλοκίας όμως, ο δικηγόρος δεν απονέμει την δικαιοσύνη, εισηγείται υπερασπιζόμενος τον πελάτη του ανεξαρτήτως της βαρύτητας του αδικήματος. Μια πράξη που είναι νομικά κατοχυρωμένη.
Ενδεχομένως σε αυτήν την παρανόηση να έχουν συμβάλλει ορισμένες αμφιλεγόμενες πρακτικές επιφανών δικηγόρων που προβάλλονταν συχνά από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας.
Στην Πρωσία, το 1713, είχε ψηφιστεί ένας νόμος σύμφωνα με τον οποίο οι δικηγόροι έπρεπε να φορούν μία μαύρη κάπα για να ξεχωρίζουν και να αναγνωρίζονται από την κοινωνία και το δικαστήριο.
Οι δικηγόροι βρίσκονται συχνά κατηγορούμενοι από την κοινωνία στις περιπτώσεις που αναλαμβάνουν υποθέσεις που συνταράζουν την κοινή γνώμη, που δημιουργούν μεγάλη ηθική κατάκριση και αποστροφή.
Πώς είναι δυνατόν ένας δικηγόρος να αναλαμβάνει, για παράδειγμα, έναν εγκληματία, έναν κακοποιητή, έναν άνθρωπο που έχει διαπράξει βαριά εγκλήματα, σοβαρά ποινικά αδικήματα;
Πρέπει να διασαφηνίσουμε ορισμένα πράγματα για τα οποία υπάρχει κοινωνική σύγχυση.
Το δικαίωμα της υπεράσπισης είναι καθολικό και νομικά κατοχυρωμένο, ανεξαρτήτως της βαρύτητας του αδικήματος. Είναι μία κατάκτηση της κοσμικής δικαιοσύνης, ένα δικαίωμα που κατοχυρώνει το δικαίωμα σε μία αξιοπρεπή δίκη, από την εποχή του Ροβεσπιέρου μέχρι σήμερα.
Ο δικηγόρος δεν απονέμει την δικαιοσύνη, ούτε ο κώδικας του επαγγέλματός του επιτρέπει να λέει ψέματα για την υπεράσπιση του πελάτη του, σε αντίθεση με αυτό που πιστεύει η κοινή γνώμη. Η συμβολή του είναι η νομική συμβουλή στον πελάτη του, ο ίδιος γίνεται η φωνή του εντολέα του με σκοπό να παρουσιαστούν τα γεγονότα και από τη δική του πλευρά.
Ως χώρα που ανήκει στο Δυτικό πολιτισμό, κατακτήσαμε το δικαίωμα να έχουμε σύστημα Δικαιοσύνης το οποίο επεξεργάζεται όλα τα στοιχεία και τις πληροφορίες, με σκοπό να καταλήξει σε μία απόφαση για την απονομή ποινής.
Ο δικηγόρος δεν προσπαθεί πάντα να αθωώσει τον πελάτη του. Στοχεύει στο να αναδείξει πτυχές της υπόθεσης που σκοπό έχουν να μειώσουν την ποινή του, εξετάζει το χαρακτήρα και την ψυχοσύνθεσή του, στοχεύει στην αναγνώριση ενός ελαφρυντικού. Προσπαθεί να ανακαλύψει την ψυχική κατάσταση, αν μία εγκληματική ενέργεια πραγματοποιήθηκε από πίεση, ψυχική ορμή ή κατάσταση απειλής.
Ως ένας βοηθός στην ανακάλυψη της αλήθειας, ο δικηγόρος δεν εκδίδει κάποια τελική απόφαση, αθωωτική ή καταδικαστική. Συνεπώς, είναι ολίγον ανυπόστατο να κατηγορείται ότι έχει βγάλει από τη φυλακή ανθρώπους με παραβατική συμπεριφορά. Αυτός που ορίζει τέτοιες αποφάσεις είναι το Δικαστήριο, οι ένορκοι και οι εισαγγελείς.
Η στέρηση του δικαιώματος συνηγόρου σε οποιοδήποτε άνθρωπο όχι μόνο μοιάζει με αυταρχικά καθεστώτα, αλλά και καταργεί την άποψη της αντίθετης πλευράς, οδηγώντας την κοινωνία σε βάρβαρα ένστικτα, γιουχαΐσματα, λιντσαρίσματα και περιφρόνηση του συστήματος Δικαιοσύνης που εξετάζει όλες τις απόψεις και στοιχεία.
Η υπεράσπιση δε σημαίνει ότι ο συνήγορος επικροτεί ή συμφωνεί με τις πράξεις του εντολέα του. Σημαίνει ότι υπερασπίζεται έναν διωκόμενο άνθρωπο ο οποίος απειλείται με στέρηση της ελευθερίας του, μπροστά σε ένα δικαστήριο. Είναι λαϊκισμός να ταυτίζουμε τον συνήγορο με τους ανθρώπους που διέπραξαν ειδεχθή εγκλήματα που κοινωνικά δημιουργούν μεγάλη κατάκριση και απαξίωση.
Ο δικηγόρος είναι ένας από τους βοηθούς της Δικαιοσύνης, ένας άνθρωπος που με το υπερασπιστικό καθήκον επιβεβαιώνει την αξία μίας εκπροσώπησης στο δικαστήριο και συνεπώς, την αξία του ανθρώπινου προσώπου.
Κείμενο: Μαρία Σκαμπαρδώνη
Σ.Σ Οι φωτογραφίες είναι από εδώ και εδώ