Από το ημερολόγιο του Ιωάννη Σγουρού

Από το ημερολόγιο του Ιωάννη Σγουρού

Η συγγραφέας του κειμένου Ντομινίκ Ανδρεάδου-Μολίν φαντάζεται ένα ταξιδιωτικό ημερολόγιο κάποιου μοναχικού ταξιδιώτη, τυχοδιώκτη , του Ιωάννη Σγουρού, ο οποίος θα ταξίδευε στην Σομαλία και Αιθιοπία της δεκαετίας του 30. Διαβάζουμε εδώ ένα απόσπασμα.

ΧΑΡΑΡ, ΑΒΗΣΣΥΝΙΑ   22 Αυγούστου 1934

Επιτέλους, το ατελείωτο ταξίδι από το Τζιμπουτί στη Χαράρ τελείωσε. Τρεις μέρες γιά τριακόσια περίπου χιλιόμετρα μέσα στο τρένο των Γαλλοαιθιοπικών Γραμμών. .Ηταν μία ατσάλινη κούνια, όπως έχει γράψει ο Τσβάιχ, που με πήρε μακρυά από την Γαλλική Σομαλία γιά να με φέρει  σ ‘ αυτόν τον παράξενο τόπο που όλα τα δεντρα γέρνουν προς μία κατεύθυνση. Είναι το τέλος της εποχής των βροχών.Ολα είναι αναπάντεχα πράσινα. Δροσιά τη μέρα, κρύο τη νύχτα, λιγοστό νερό και φαγητό σε κανέναν ενδιάμεσο σταθμό και αυτό με τον φόβο της δυσεντερίας. Φτάνοντας, ευτυχώς, δεν άργησα να εντοπίσω πού πήγαιναν οι αχθοφόροι που ξεφόρτωναν το τρένο. Τους ακολούθησα, κάτω από τα έκπληκτα μάτια των ντόπιων που μάλλον δεν είχαν δει πολλούς λευκούς και σύντομα μπήκα μέσα στο οχυρό της Χαράρ.Τα εμπορεύματα προορίζονταν γιά τον εμπορικό οίκο Μπάρντευ που διευθύνει ο έλληνας Κωνσταντίνος Ρήγας. Μου τον είχε γνωρίσει ο πράκτορας του βαποριού που ταξίδευα, στο Άντεν πρίν ένα χρόνο. Με το που με είδε δεν πίστευε στα μάτια του. Άσε όταν του διηγήθηκα την ομηρία μου στη Σομαλία και τις συνθήκες απόδρασής μου. Του ζήτησα δουλειά για λίγο καιρό γιατί έχω ξεμείνει από λεφτά, πρέπει κάπου να βρώ στέγη και να οργανώσω το πώς θα περάσω στην Ερυθραία και από εκεί στην Αίγυπτο. Μου είπε να μείνω όσο θέλω. Επιτέλους νιώθω ασφαλής.

ΧΑΡΑΡ, ΑΒΗΣΣΥΝΙΑ     29 Νοεμβρίου  1934

Πριν λίγο άκουσα τον ηλικιωμένο ξερακιανό Αουας τον γηραιότερο υπηρέτη του Ρήγα να λέει στον  βοηθό του "Αυτοί οι λευκοί είναι παράξενοι άνθρωποι,  μοιάζουν όλοι μεταξύ τους." "Με ποιόν μοιάζει δηλαδή;" ρώτησε εκείνος δένοντας ένα πακέτο γιά την επόμενη αποστολή εμπορευμάτων. "Να, αυτός εδώ ο νεαρός, ο Γιάννης ή Γιοχάννες όπως το λέμε εμείς, μου θυμίζει τον Γάλλο. Είναι και αυτός έξυπνος, λιγομίλητος, γράφει συνέχεια, σκέφτεται πολύ, δεν λέει τίποτα για την ζωή του στη χώρα του, ζει απλά, κάνει καλά τη δουλειά του, με ακρίβεια,είναι τίμιος και επίμονος. Τον άκουσα και αυτόν να λέει ότι θα φύγει για την Ερυθραία.Να δούμε ποιός άλλος θα έρθει μετά από αυτόν." Ο βοηθός κούνησε το κεφάλι συμφωνώντας μαζί του. Ετσι  έμαθα  ότι μοιάζω με εκείνον τον  Γάλλο που ζούσε εδώ πριν πενήντα χρόνια. Πρόκειται για τον ποιητή  Αρτύρ Ρεμπώ.Ο Ρήγας μου το επιβεβαίωσε. Ο παππούς του και συνονόματός του είχε συνεργαστεί με τον  Ρεμπώ ο οποίος είχε ζήσει δέκα χρόνια στη Χαράρ εμπορευόμενος από καφέ,δέρματα,μοσχοκάρυδο, ελεφαντόδοντο, μέχρι όπλα όταν υπήρχαν  τοπικές συρράξεις. Το σπίτι που τον φιλοξένησε και στο οποίο μένουμε εμείς τώρα είναι το  μοναδικό δίπατο της περιοχής. Από τον επάνω όροφο βλέπει κανείς την μικρή πόλη, άναρχα δομημένη , με τα  πλίνθινα σπίτια της να μπλέκονται σ' ένα δαίδαλο από δρομάκια. Τζαμιά και στρογγυλές εκκλησίες συνυπάρχουν για να στηρίξουν τούς πάμπτωχους κατοίκους της στην καθημερινότητά τους . Στην ανατολική  άκρη της πόλης το σφαγείο,   προσφέρει κάθε βράδυ φαγητό στις ύαινες της γύρω περιοχής. Οι κάτοικοι απόλυτα εξοικειωμένοι με τα θηρία, τα αφήνουν να φάνε τα υπολείμματα, μερικοί τα ταίζουν κιόλας.Βλέπεις, στην απόλυτη φτώχεια τίποτα δεν πηγαίνει χαμένο.

 

Κείμενο:  Ντομινίκ Ανδρεάδου- Μολίν

Την φωτογραφία τράβηξε η Ντομινίκ Ανδρεάδου-Μολίν από τον επάνω όροφο του σπιτιού του Ρεμπώ στη Χαράρ.


Εκτύπωση   Email