Οι αποχρώσεις της ποίησης

Οι αποχρώσεις της ποίησης

Ακολουθούν ποιήματα από διάφορες γλώσσες σε μετάφραση Λητώς Σεϊζάνη

 

William Shakespeare (1564-1616)

Σονέττο XCIII

 

Έτσι θα ζήσω, θεωρώντας σε πιστή

Σαν σύζυγος απατημένος. Έτσι η όψη της αγάπης

Θα μου φαίνεται αγάπη εμένα, αν και αλλαγμένη

Η εικόνα σου θα είναι μαζί μου, η καρδιά σου κάπου αλλού:

Γιατί στα μάτια σου το μίσος δεν μπορεί να ζήσει

Ώστε εγώ τις αλλαγές σ’εσένα είναι αδύνατον να τις γνωρίζω.

Στα βλέμματα πολλών γράφεται η κακία της καρδιάς σαν ιστορία

Με άσχημη διάθεση, με μορφασμούς και με παράξενες ρυτίδες.

Αλλά ο ουρανός καθώς σε έπλαθε, έβγαλε διαταγή

Στο πρόσωπό σου πάντοτε αγάπη όλο γλυκύτητα να κατοικεί

Όποιες και αν είναι οι σκέψεις σου ή της καρδιάς σου οι μηχανισμοί

Η εμφάνισή σου μόνο γλύκα να προδίδει.

Σαν της Εύας το μήλο η ομορφιά σου ωριμάζει,

Αν κι η αρετή σου με το εξωτερικό σου δεν ταιριάζει!

 

Trilussa (1871-1950)

Ευτυχία

 

Μια μέλισσα στέκεται

Στο μπουμπούκι της τριανταφυλλιάς

Ρουφάει το νέκταρ και φεύγει.

Εν περιλήψει, η ευτυχία

Είναι ένα μικρό πράγμα

 

James Joyce (1882-1941)

 

Η αγάπη μου είναι ελαφρά ντυμένη

Η αγάπη μου είναι ελαφρά ντυμένη

Μες στις μηλιές πηγαίνει

Όπου χαρούμενοι άνεμοι επιθυμούν

Όλοι μαζί σαν μια παρέα να φυσούν.

 

Εκεί όπου οι εύθυμοι άνεμοι μένουν και περιμένουν

Τα νέα φύλλα που περνούν να γοητεύσουν

Εκεί πηγαίνει κι η αγάπη μου, σκύβει να συναντήσει

Την ίδια τη σκιά της στο γρασίδι

 

Εκεί όπου σαν κύπελλο γαλάζιο απαλό είν’ο ουρανός

Πάνω απ’τη γη τη γελαστή

Η αγάπη μου ελαφροπατεί, κρατά το φόρεμά της

Στο λεπτεπίλεπτο χεράκι της

 

 Vincenzo Cardarelli (1887-1959)

 

Πέταξες, έφυγες, δραπέτευσες

Σαν περιστέρι

Και χάθηκες εκεί προς την ανατολή

Μα έμειναν τα μέρη που σε είδαν

Και οι ώρες των δικών μας συναντήσεων.

Έρημες ώρες

Μέρη που για μένα έγιναν μνήμα

Μπροστά απ’ το οποίο στέκομαι φρουρός.

 

 

T.S.Eliot (1888-1965)

 

Περίμενε χωρίς να ελπίζεις

 

Είπα στην ψυχή μου, μείνε ήρεμη και περίμενε χωρίς να ελπίζεις

Γιατί η ελπίδα θα είναι ελπίδα για τους λάθους λόγους. Περίμενε χωρίς αγάπη

Γιατί η αγάπη θα είναι αγάπη για τους λάθους λόγους. Υπάρχει και η πίστη

Αλλά πίστη και αγάπη βρίσκονται μες στην αναμονή.

Περίμενε χωρίς να σκέφτεσαι, γιατί δεν είσαι ακόμα έτοιμος για σκέψη:

Έτσι το σκοτάδι θα είναι φως και η ακινησία θα είναι χορός.

Ψίθυρος από ρυάκια που κυλούν, από αστραπές μες στον χειμώνα.

Το άγριο θυμάρι αόρατο και οι άγριες φράουλες

Στον κήπο το γέλιο, αντήχηση της έκστασης

Δεν χάνονται, αλλά απαιτούν και δείχνουν προς την αγωνία

Του θανάτου και της γέννησης.

 

Cesare Pavese (1908-1950)

Ξύπνημα

 

Ακόμα κι ο αέρας επαναλαμβάνει

Ότι η μέρα αυτή δεν θα επιστρέψει

Εγκαταλελειμμένο το παράθυρο

Ποτίζεται απ’το κρύο

Και από τον ουρανό. Δεν ωφελεί

Ν’ανοίγεις το λαρύγγι σου στην προαιώνια αναπνοή,

Σαν εκείνους που νοιώθουν ταραχή αλλά είναι πάντως ζωντανοί.

Των τύψεων η νύχτα έχει τελειώσει, και των ονείρων.

Αλλά η μέρα αυτή δεν θα επιστρέψει.

*

Ξαναζεί ο αέρας, με ανήκουστο σφρίγος

Ο ακίνητος, κρύος αέρας. Η μάζα των φυτών

Φλεγόμενη απ’το χρυσάφι του θέρους που πέρασε

Μένει έκπληκτη με την νεανική δύναμη τ’ουρανού.

Διαλύονται στην ανάσα του ανέμου όλες οι καλοκαιρινές μορφές

Κι εξαφανίζεται ο τρόμος της νυκτός.

Μέσα στη μνήμη τη νυκτερινή το καλοκαίρι ήταν απλώς

Σαν μια ημέρα οδυνηρή. Ημέρα που εξαφανίστηκε για μας.

*

Ξαναζεί ο αέρας και τα πνευμόνια τον καταπίνουν

Με μι’αόριστη αγωνία για μία γεύση που είχαν δοκιμάσει

Κάποτε αλλά πια δεν την ξαναβρίσκουν. Ούτε τον καϋμό θα ξαναβρούν

Που απόψε γεννήθηκε. Το μικρό παράθυρο ποτίζεται

Απ’την ψυχρή γεύση που διέλυσε το καλοκαίρι.

Μας περιμένει κάποιο σφρίγος κάτω απ’τον έρημο ουρανό.  

 

Primo Levi (1919-1987)

 

Κάνε υπομονή γυναίκα μου εσύ κουρασμένη

Κάνε υπομονή με του κόσμου τις καταστάσεις

Με τους συνταξιδιώτες σου, στους οποίους ανήκω κι εγώ

Απ’τη στιγμή που εμένα σου προόρισε η μοίρα

Δέξου μετά από τόσα χρόνια, λίγους δύσκολους στίχους

Για τα γενέθλιά σου αυτά τα στρογγυλά.

Κάνε υπομονή γυναίκα μου ανυπόμονη εσύ

Που έχεις συνθλιβεί και αποστεωθεί κι έχεις μείνει μισή

Μόνη σου το πετσί σου βγάζεις κάθε μέρα λίγο-λίγο

Ώστε η σάρκα σου η γυμνή να σε πονάει πιο πολύ

Δεν είναι όμως καιρός για να μείνουμε μόνοι

Δέξου σε παρακαλώ τους 14 στίχους

Τον δικό μου άνοστο τρόπο για να σε πω αγαπημένη

Να πω ότι δεν θα’θελα χωρίς εσένα να υπάρχω  

 

Pier Paolo Pasolini (1922-1975)  

Κι αν ο ήλιος ξαναβγαίνει, κι αν το βράδυ κατεβαίνει

Κι αν η νύχτα έχει γεύση από νύχτες στο μέλλον

Κι αν ένα βροχερό απόγευμα δείχνει να επιστρέφει

Από καιρούς πολύ αγαπημένους που δεν υπήρξαν ποτέ

Εγώ δεν είμαι πιο ευτυχισμένος

Απολαμβάνοντάς τα ή εξ αιτίας τους υποφέροντας

Δεν νοιώθω πια να έχω όλη τη ζωή μπροστά μου.

Για να γίνουμε ποιητές πρέπει να έχουμε πολύ χρόνο:

Ώρες πολλές μοναχικές είναι ο μόνος τρόπος

Για να φτιαχτεί κάτι που είναι

Δύναμη, εγκατάλειψη,

Διαστροφή, ελευθερία, κάτι που θα δώσει ύφος στο χάος.

Εγώ πλέον έχω λίγο χρόνο:

Λόγω του θανάτου

Που παίρνει θέση μόλις βασιλέψει η νιότη.

Αλλά και λόγω αυτού του κόσμου μας, του ανθρώπινου

Που απ’τους φτωχούς κλέβει το ψωμί

Κι απ’τους ποιητές τη γαλήνη.

 

Wislawa Szymborska (1923-2012)  

Είμαι παγίδα παγιδευμένη

Είμαι ένας κάτοικος κατοικημένος

Μια αγκαλιά αγκαλιασμένη

Μια ερώτηση ως απάντηση σε μια ερώτηση

 

 

Ingeborg Bachmann (1926-1973)  

 

Το μεγάλο φορτηγό πλοίο  

Το μεγάλο πλοίο του θέρους είναι φορτωμένο,

Το πλοίο του ήλιου είναι έτοιμο μες στο λιμάνι,

Ενώ στριγγλίζουν πίσω σου οι γλάροι κάνοντας βουτιές

Το μεγάλο πλοίο του θέρους είναι φορτωμένο.

Το πλοίο του ήλιου είναι έτοιμο μες στο λιμάνι,

Και στα χείλη της γοργόνας μπρος στην πλώρη

Αναίσχυντο εμφανίζεται το γέλιο των λεμούριων.

Το πλοίο του ήλιου είναι έτοιμο μες στο λιμάνι,

Ενώ στριγγλίζουν πίσω σου οι γλάροι κάνοντας βουτιές

Από τα δυτικά έρχεται η διαταγή να βυθιστεί

Κι εσύ με μάτια ανοιχτά στο φως θε να πνιγείς

Ενώ στριγγλίζουν πίσω σου οι γλάροι κάνοντας βουτιές

 

 

 

Joyce Mansour (1928-1986)

 

Ποίημα χωρίς τίτλο  

Ποτέ το όνειρό σου να μην πεις

Σ’ όποιον δεν σ’αγαπά

Το αυτί το εχθρικό είναι στεγνό

Το στόμα είναι πικρή συκοφαντία

Σαν εμετός το μίσος κάνει την άμμο στην κλεψύδρα να κυλά

Γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα

Η προδομένη νύχτα αποβάλει στο παρόν

Το πάθος που στο παρελθόν υπήρξε

Και ο φόβος διαρκώς αυξάνει

Την οργή του καϊμάνου

Το μέγεθος του καρκίνου

Θάψτε τα όνειρα στις σακκούλες κάτω απ’τα μάτια σας

Θα βρουν εκεί καταφύγιο απ’τον φθόνο

Καταφύγιο από τα ρητά

Που λένε φλυαρώντας οι Αφρικανοί

Και όλοι οι γέροντες σοφοί.

 

Ώδινεν όρος με ουρλιαχτά

 

Ώδινεν όρος με ουρλιαχτά

Η αδελφή του η θάλασσα διακόπτει τους τρελούς της έρωτες

Η απογυμνωμένη εξοχή παύει την έξαλλη πορεία της

Και αρνείται τον εραστή της, άνεμο.

Γιατί το χρυσό μοσχάρι θα φανεί από τους μηρούς στον τοκετό

Θα φτάσει ακηλίδωτο από τα διεσταλμένα εντόσθια

Έτοιμο να γίνει Θεός για μας, που τόσο λίγη αγάπη διαθέτουμε,

Μωϋσή προετοιμάσου.

 

Adrian Mitchell (1932-2008)

 

Τι είναι η ποίηση;

 

Κοίτ’ αυτές τις λέξεις τις γυμνές που χορεύουν μαζί!

Όλοι γύρω νοιώθουν αμηχανία.

Μόνο ένα πράγμα να κάνετε μπορείτε

Βγάλτε τα ρούχα σας κι εσείς

Στο χορό να μπείτε.

Λέξεις γυμνές, άνθρωποι γυμνοί χορεύουν μαζί.

Θα γίνουν φασαρίες.

Έρχεται η Αστυνομία Ποίησης!

 

Συνεχίστε να χορεύετε.

 

 

Το τηλέφωνο

 

Το τηλέφωνο μου είπε ότι πέθανες

Τώρα μισώ κάθε ηλίθιο κεφάλι τηλεφώνου

Καλύτερα να μείνω εδώ σαν πέτρα, στήλη άλατος

Παρά να ξανασηκώσω το φίδι του τηλεφώνου

 

 

Ο θάνατος είναι πιο μικρός απ’όσο νόμιζα

 

Η Μητέρα και ο Πατέρας μου πέθαναν πριν κάποια χρόνια

Τους αγαπούσα πάρα πολύ.

Όταν πέθαναν, η αγάπη μου για εκείνους

Δεν εξαφανίστηκε ούτε ξεθώριασε.

Έμεινε περίπου ίδια,

Πήρε απλώς πιο λυπημένο χρώμα.

Και μπορώ να νοιώσω την δική τους αγάπη για μένα,

Ίδια όπως ήταν πάντα.

 

Τώρα, σε καλούς ή κακούς καιρούς

Ζητάω καμμιά φορά απ’τη Μητέρα και τον Πατέρα μου

Να περπατήσουν μαζί μου ή να καθήσουν δίπλα μου

Για να μιλήσουμε όλοι μαζί

Ή να σιωπήσουμε.

 

Έρχονται πάντα κοντά μου.

Τους μιλάω, τους ακούω

Και νομίζω ότι μου μιλάνε.

Είναι πολύ απλό-

Δεν έχει να κάνει με πνεύματα

Ή με θρησκεία ή με τέτοια πράγματα.

 

Είναι φαντασία.

Είναι πραγματικότητα.

Είναι αγάπη.

 

 

Louise Glück (1943-2023)

 

Ιθάκη

 

Ο αγαπημένος δεν χρειάζεται

να είναι ζωντανός. Ο αγαπημένος

ζει μες στο μυαλό. Ο αργαλειός

είναι για τους μνηστήρες, τεντωμένος

μια άρπα με νήμα λευκό σαν σάβανο.

 

Ήταν δύο πρόσωπα.

Ήταν το σώμα και η φωνή, η εύκολη

γοητεία του ζωντανού, και έπειτα

το όνειρο ή εικόνα που ξετυλίγεται

φτιαγμένη από την γυναίκα στον αργαλειό,

καθισμένη εκεί σε μια αίθουσα γεμάτη

από άντρες που τα ερμηνεύουν όλα κυριολεκτικά.

 

Όπως λυπάσαι

την θάλασσα που εξαπατήθηκε και προσπάθησε

να τον πάρει μαζί της για πάντα

αλλά πήρε μόνο τον πρώτο,

τον αληθινό σύζυγο, έτσι πρέπει

να λυπάσαι κι αυτούς τους άντρες: δεν ξέρουν

τι ακριβώς κοιτάζουν.

Δεν ξέρουν ότι όταν κάποιος αγαπάει τόσο πολύ

γίνεται το σάβανο φόρεμα νυφικό.

 

 

 

 

 

Patrizia Cavalli (1947-2022)

 

Τώρα που ο χρόνος

 

Τώρα που ο χρόνος μοιάζει όλος δικός μου

Και κανείς δεν με καλεί για μεσημεριανό ή βραδινό,

Τώρα που μπορώ να μένω να παρατηρώ

Πώς διαλύονται τα σύννεφα, πώς χάνουν το χρώμα τους,

Πώς περπατάει ένα γατί πάνω στη στέγη

Στην απέραντη πολυτέλεια μιας εξερεύνησης, τώρα

Που κάθε μέρα με αναμένει

Το χωρίς όρια μάκρος της νύχτας

Όπου δεν υπάρχει κανείς να με φωνάξει, κανένας λόγος

Να γδυθώ βιαστικά για να ξεκουραστώ δίπλα

Στην εκτυφλωτική γλύκα ενός κορμιού που με προσμένει

Τώρα που το πρωί δεν έχει πια αρχή και σιωπηλό

Με αφήνει να κάνω τις δουλειές μου

Με όλους τους τόνους της φωνής, τώρα ακριβώς

Έχω ανάγκη αιφνιδίως μια φυλακή.

 

Κείμενο: Λητώ Σεϊζάνη

www.litoseizani.com

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Εκτύπωση   Email