Όταν ο Έρως μας κάνει Ήρωες

Όταν ο Έρως μας κάνει Ήρωες

Οι μεγάλοι συγγραφείς καταφέρνουν να μας σοκάρουν, να μας καταπλήξουν, να κάνουν την ανατροπή σ’αυτό που εμείς οι αναγνώστες περιμένουμε. Τα τετριμμένα δεν αρέσουν στους μεγάλους συγγραφείς.

Στο διήγημα Έρως-ήρως ο Παπαδιαμάντης περιγράφει τον έρωτα του Γιωργή για την Αρχόντω.

Ο Γιωργής είναι νέος, μούτσος στην ίδια του τη βάρκα με καπετάνιο τον Κωνσταντή τον Σιγουράντσα, και ελπίζει γρήγορα ν’αποκτήσει “τας απαιτουμένας ναυτικάς γνώσεις” για να πάρει το δίπλωμα του ναυτικού. Αγαπάει την Αρχόντω ή το Αρχοντώ κατά τη σκιαθίτικη διάλεκτο.

«Αυτός την είχε γνωρίσει από μικρήν. Μαζί έπαιζαν. Εκείνη με τες κούκλες της, με τα νινιά και με τα προικιά της. Αυτός με τα καραβάκια του, τ' αρμίθια και τις απετουνιές του*.»

Κατά τη στιγμή που εκτυλίσσεται η διήγηση, ο Γιωργής δεν ξέρει ότι η μάνα της αγαπημένης του έχει υποσχεθεί την κοπέλα σ’έναν πλούσιο από τα μέρη του Πηλίου. Η δική του μητέρα, που ξέρει ότι ο γιός της αγαπά την Αρχόντω, δεν του έχει πει τίποτα για να μην τον στενοχωρήσει. Όταν εκείνος συνειδητοποιεί τι έχει συμβεί είναι πολύ αργά, ο γάμος έχει γίνει ήδη.

Ο Γιωργής έχει τώρα το δυσάρεστο καθήκον να περάσει με τη βάρκα τη νύφη, τον γαμπρό και τη μάνα της νύφης, από την Σκιάθο στο Πήλιο όπου θα εγκατασταθούν. Τον βασανίζουν εφιάλτες και στον ύπνο του σκέφτεται μήπως βουλιάξει τη βάρκα ώστε να πνιγεί ο γαμπρός που είναι στεριανός και σίγουρα δεν ξέρει κολύμπι. Ο ίδιος θα σώσει την Αρχόντω, η οποία γεμάτη ευγνωμοσύνη θα θελήσει οπωσδήποτε να γίνει γυναίκα του.

«Δεν ήτο πλέον ψέμα, ήτον αλήθεια. Ο Γιωργής έπλεε με την βάρκαν του και με τον Σιγουράντσαν. Έπλεε και μετέφερε την Αρχόντω, με την μητέρα της και με τον γαμβρόν, την ώραν της αυγής. Τους μετέφερεν εις την Σηπιάδα άκραν, εις τα χωρία του γαμβρού, εις τα σπίτια του, εις τα νοικοκυριά του.

Και πάλιν ημπορεί να ήτον ψέμα, τίς δύναται να είναι βέβαιος; Ήτο όνειρον μαγικόν, απαίσιον και τρομερόν, όνειρον το οποίον έβλεπε με ανοικτά τα μάτια. Κ' εσφαλούσε τα μάτια και ακόμη το έβλεπε.»

Κυριευμένος από την αβάσταχτη στενοχώρια του και από την οργή του απέναντι στον αντίζηλό του, αρχίζει να σκέφτεται με λεπτομέρειες πώς θα βουλιάξει τη βάρκα, πώς θα στείλει στον θάνατο τον γαμπρό και τη μητέρα της Αρχόντως.

Την στιγμή που κάνει αυτές τις τρομερές σκέψεις «είδε νοεράν οπτασίαν, την μορφήν της μητρός του της Μπούρμπαινας, εναέριον, παλλομένην. Ετράβα τα μαλλιά της κλαίουσα και του έλεγε: “Αχ! γυιέ μου! γυιέ μου! Τ' είν' αυτό που θα κάμης;”

Έκαμε κρυφά το σημείον του σταυρού επί της καρδίας, από μέσα από το υποκάμισον του. Ενθυμήθη και είπε τρεις φορές το “Κύριε Ιησού Χριστέ”, οπού του το είχε μάθει, όταν ήταν μικρός, η μήτηρ του, και αυτός έκτοτε το είχε ξεχάσει. Είπεν: “Ας πάγη, η φτωχή, να ζήση με τον άνδρα της! Με γεια της και με χαρά της!”

Κατέστειλε το πάθος, επραΰνθη, κατενύγη, έκλαυσε κ' εφάνη ήρως εις τον έρωτά του — έρωτα χριστιανικόν, αγνόν, ανοχής και φιλανθρωπίας.»

Η καλωσύνη και οι χριστιανικές αρχές υπερισχύουν εδώ, ο Γιωργής δεν είναι τέτοιος τύπος, δεν θέλει να εγκληματήσει, κάνει την καρδιά του πέτρα, τους περνάει απέναντι και στο τέλος εύχεται στους νιόπαντρους κάθε ευτυχία.

Ο έρως ο φλογερός που παρά λίγο να φτάσει στα άκρα γίνεται ηρωικός όταν χρειάζεται, ο Γιωργής αναγκάζεται να βάλει σε δεύτερη μοίρα το πάθος του, να αποδειχθεί ήρως μπροστά σ’αυτήν που αγαπά. Κι αυτό δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση…

Διαβάστε το διήγημα εδώ

 

*Αρμίθια: σχοινιά για το δέσιμο των πλοίων

Απετουνιές: πετονιές

Κείμενο: Λητώ Σεϊζάνη

www.litoseizani.com

 

 


Εκτύπωση   Email