Της Νατάσας Κεσμέτη
Μικρό σχόλιο στό ποίημα τοῦ Olav H. Hauge «Διασχίζοντας τόν βάλτο»
Ἐδῶ εἶναι οἱ ρίζες ὅλων τῶν δέντρων πού πέθαναν,
γιά νά μπορεῖς νά βαδίζεις ἀσφαλῶς
πάνω στά ὑδαρῆ σημεῖα πού ὑποχωροῦν.
Ρίζες σάν αὐτές κρατοῦν τήν σταθερότητα, εἶναι
πιθανόν νά βρίσκονται ἐδῶ αἰῶνες.
Κι ὑπάρχουν ἀκόμα κάποια μαῦρα
ὑπολείμματά τους κάτω ἀπ’ τά βρύα.
Ὑπάρχουν ἀκόμα στόν κόσμο καί σέ
στηρίζουν γιά νά μπορέσεις νά φτάσεις στό τέλος.
Κι ὅταν σπρώχνοντας βγεῖς πέρα στήν βουνίσια λίμνη,
ψηλά, νιώθεις πῶς ἡ μνήμη
ἐκείνου τοῦ παγωμένου προσώπου
πού πνίγηκε κάποτε ἐδῶ
βοηθᾶ νά μένει στήν ἐπιφάνεια ἡ εὔθραυστη βάρκα σου.
Αὐτός, πραγματικά τρελός, ἐμπιστεύθηκε τή ζωή του
στό νερό καί τήν αἰωνιότητα.
Δοκίμαζα νά τό γυρίσω στή γλώσσα μας, ἀπό τά ἀγγλικά βέβαια, τίς μέρες πού καιγόταν ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη ὁ τόπος πάλι. Σκεπτόμουν πώς ὁ Νορβηγός, πού λάτρευε τά δέντρα, στεκόταν μέ εὐγνωμοσύνη ἀκόμα καί πρός τίς ἀρχαῖες τους ρίζες, αὐτές πού εἶχαν ἀπομείνει στόν βαλτότοπο. Θαυμάζοντας παρατηρεῖ πώς τά μισοβυθισμένα κούτσουρα σέ στηρίζουν νά τόν διαβεῖς. Δέν εἶναι δύσκολο νά δοῦμε τήν κυρίαρχη μεταφορά τοῦ ποιήματος: πορεία ζωῆς μ’ ἕνα εὔθραστο σκάφος, τό σῶμα, πάνω σέ ἀνασφαλές ἔδαφος, ἕναν κινούμενο βάλτο. Μόνον ὅταν βγεῖς στά Τερπνά Βουνά, στά ὁποῖα προσέβλεπε καί προσδοκοῦσε ὁ ἥρωας στό μεσαιωνικό Ταξίδι τοῦ Προσκυνητῆ, μπορεῖς νά διακρίνεις τή βοήθεια πού πῆρες ἀπό τίς παλιές ρίζες. Εἶναι ἴσως πράξη τρέλας νά ἐμπιστεύεσαι κι ἐσύ, σάν τόν παλιό πνιγμένο, τό νερό καί τήν αἰωνιότητα. Ἀλλά τί θ’ ἀπογίνεις χωρίς καμιά ἐμπιστοσύνη στίς ρίζες κι ἔχοντάς τις ὅλες κάψει; Ποιός εἶναι ὁ τρελός ;
Πᾶμε τώρα νά καλύψουμε μέ λέξεις τά ἐγκαύματα τῶν Δέντρων. Τίς χιλιάδες μαῦρες πληγές τῶν Δασῶν πού ἀνοίξαμε. Πᾶμε τώρα νά κρυφτοῦμε πίσω ἀπό τίς λέξεις. Νά ὑποκριθοῦμε πώς ἀναπνέουμε ὀξυγόνο. Μασκοφόροι, πᾶμε νά φτιάξουμε αἰσιόδοξα χειροποίητα προγράμματα: «Νά πάρουμε πίσω τη ζωή μας…» Λές ἡ ζωή εἶναι ἐνέχυρο. Τό ἄχυρο τῆς ζωῆς μας τό Ἀχειροποίητο.
Ἄν πνιγοῦμε στόν βάλτο μας, Ὄλαφ, δέ θά ’μαστε οἱ τρελοί πού ἐμπιστεύθηκαν τή ζωή τους στό νερό καί τήν αἰωνιότητα. Θά εἴμαστε κάποιοι ἀπαθεῖς μέ παγωμένα πρόσωπα. Τά νεκρά μούσκλια καί βρύα πᾶνε τώρα νά σαβανώσουν τά Πλάσματα στά Δάση.
Νά ξεχαστοῦμε πίσω ἀπό τίς λέξεις, μπορεῖ. Νά κρυφτοῦμε ἀπό τά ἀνομήματά μας, ἀδύνατον.
ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ
Πρώτη δημοσίευση: https://neoplanodion.gr/2021/09/01/diasxizontas-ton-balto/