"Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει". Στίχος από τους "Ελεύθερους Πολιορκημένους" του Διονυσίου Σολωμού.
Με αυτόν το στίχο του Σολωμού συνοδεύει ο Σπυρίδων Τρικούπης στην "Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως"(Ι. Σιδέρης,1926) το σχεδιογράφημα που είχε φιλοτεχνήσει ο ζωγράφος της ακαδημαϊκής σχολής Δημήτριος Μπισκίνης (1891-1947). Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός δεν χρειάζεται βέβαια συστάσεις. Όμως, κάθε φορά που διαβάζω τους στίχους του εντυπωσιάζομαι ξανά και ξανά από την οικονομία του λόγου, την ρυθμικότητα και την αριστοτεχνική ικανότητα να δημιουργεί εικόνες που δεν μπορούν να σε αφήσουν ασυγκίνητο.
Προϊόν της ώριμης ποιητικής περιόδου του Σολωμού, οι "Ελεύθεροι Πολιορκημένοι" αναφέρονται στην Β' πολιορκία του Μεσολογγίου που κατέληξε στην αιματοβαμμένη ηρωική Έξοδο την Κυριακή των Βαΐων του 1826. Το ποίημα δεν είναι ενιαίο, αποτελείται από τρία σχεδιάσματα και μικρές παρεμβολές πεζού λόγου. Είναι γραμμένο σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο και από το δεύτερο μέρος (σχεδίασμα) είναι το απόσπασμα που παιδιόθεν μάθαμε ως "Άκρα του τάφου σιωπή" :
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει.
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε στα μάτια η μάνα μνέει
στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει.
“Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω εγώ στο χέρι;
Οπού ‘σύ μου ‘γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει”.
Ο συνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος στο λαϊκό ορατόριο "Ελεύθεροι Πολιορκημένοι", ένα διπλό άλμπουμ που κυκλοφόρησε το 1977, περιλαμβάνει το συγκεκριμένο απόσπασμα. Την ερμηνεία του σφράγισε η φωνή του Νίκου Ξυλούρη.
Κείμενο: Μαριάννα Καραβασίλη