Πρώτη γνωριμία, πρώτες εντυπώσεις από έναν καλλιτέχνη που έμελε να γίνει διάσημος στη συνέχεια. Η αρχή ενός βιβλίου που δεν έμελε να εκδοθεί...
Κομμάτια κι αποσπάσματα...
Δεν ξέρω πώς συμβαίνουν αυτά τα πράγματα, πάντως συμβαίνουν. Είχα υποσχεθεί στη μητέρα μου να την βοηθήσω με ένα χειρόγραφό της για τον Σαββόπουλο και ένα άλλο για το θέατρο. Νομίζω ότι όσο ζούσε είχε ελπίσει να τα δει κάποτε να γίνονται βιβλία. Την είχα βοηθήσει με την επιμέλεια των τριών της βιβλίων που κυκλοφόρησαν όσο η ίδια ήταν εν ζωή. Τα χειρόγραφα για το θέατρο και για τον Σαββόπουλο δεν ξέρω πώς χάθηκαν, σε ποια μετακόμιση, και μου έμειναν μόνο λιγοστά πράγματα που εκείνη κι εγώ είχαμε φροντίσει να πληκτρολογήσουμε κάποτε. Είναι κομμάτια κι αποσπάσματα, δεν μπορούν δυστυχώς να συγκροτήσουν βιβλίο. Ας τα δημοσιεύσω τουλάχιστον στο διαδίκτυο, ίσως κάποιος να τα διαβάσει.
Η μαμά μου ήταν φανατική γκρούπι του Σαββόπουλου (ελλείψει καλύτερης λέξης αφού ο όρος χρησιμοποιείται για τα κορίτσια που ακολουθούν τα μέλη ενός μουσικού γκρουπ), θαυμάστρια που δεν έχανε καμμία εμφάνιση, καμμία συναυλία. Την ακολουθούσε πάντα και ο πατέρας μου που επίσης λάτρευε τα τραγούδια αυτά, και εμείς τα παιδιά τους που γίναμε εξ ίσου ένθερμοι σαββοπουλικοί και θα είμαστε πάντα, πιστεύω.
Ακολουθεί η ημιτελής «πρώτη γνωριμία». Λητώ Σεϊζάνη
Η πρώτη γνωριμία
Πολλούς τους βρήκε απροετοίμαστους. Αυτούς που πρωτοκατέβηκαν τα σκαλιά, στο υπόγειο της οδού Χέυδεν, τον χειμώνα του 1969. Αυτούς που πήγαν παρακινημένοι από φίλους, όπως εμείς, που δεν είχαμε ακούσει τίποτα γι’αυτόν πιο πριν.
‘Ηταν μια εισαγωγή χαρούμενη, μια μουσική βροντερή και γιορτινή κι αυτός ένας επιθετικός, σοβαρός άντρας που μας πέταξε τραγουδιστά μια πρώτη φράση, μια αρχή τραγουδιού: «σημαία από νάυλον, υψώνουμε, σημαία πλαστική». Κι εμείς οι απροετοίμαστοι, κυτταχτήκαμε άναυδοι, γιατί μ’αυτή τη φράση τα είχε πει ξαφνικά όλα γι’αυτόν τον τόπο. Για μας, γι’αυτούς που μας κυβερνούσανε , γι αυτά που είχαμε ζήσει ως τότε και γι’αυτά που θα ζουσαμε αργότερα. Με μια φράση είχε δώσει το στίγμα μας, μέσα σ’αυτή τη φράση ήταν και το «Ελλαδέξ» του Σεφέρη και οι «υπερήφανοι αμόρφωτοι που θά'γραφε αργότερα η Ελένη Βλάχου γι’αυτούς που μας εξουσίαζαν εφτά χρόνια. Εκεί ήταν και το πασίγνωστο του Τσαρούχη: στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις. Για μας που είχαμε κατέβει στο υπόγειο κέντρο «Ροντέο», παρακινημένοι από το Στάμο και τη Χρύση δεν υπήρχε τίποτα εκεί μέσα να μας προετοιμάσει ώστε η έκπληξη να μην είναι τόσο μεγάλη.
Στην αρχή στο πρόγραμμα ήταν δυο νεαροί αναμαλλιάρηδες, με το χίπικο ύφος της τότε μόδας, με γυαλάκια σαν της γιαγιάς στη μύτη και με κιθάρες. Τραγουδούσαν με έρρινη φωνή, αμερικάνικα τραγούδια από ταινίες. Υστερα μια τροφαντή ξανθιά με μίνι τραγούδησε ελληνικά, κι αυτή με την κιθάρα της. Πιο ύστερα μια παχουλή μελαχροινή με μακρύ φόρεμα αυτή, τραγούδησε με ωραία κρυστάλλινη φωνή.
Στην είσοδο έγραφε Δέσποινα Γλέζου και Λήδα, αλλά δεν ξέραμε ποιά είναι ποιά.
Τα τραπέζια ήταν κοντά-κοντά, όπως σ’όλα τα υπόγεια που λέγονταν μπουάτ-κουτιά και στο σχήμα και στο γούστο και το ίδιο σκοτάδι βασίλευε κι εκεί όπως παντού.
Μια μικρή στενή σκάλα ήταν και η είσοδος και η έξοδος σ’αυτή τη μέτρια σε μέγεθος αποθήκη όπου στοιβαζόντουσαν άνθρωποι πλάι σε ανθρώπους. Γι’αυτό ,επειδή όλα έμοιαζαν όπως αλλού και τίποτα δεν προμηνούσε πως μια τέτοια «σημαία από νάυλον» θα κυμάτιζε ξαφνικά, γι’αυτό και ο άνθρωπος που την ξεδίπλωσε μας άφησε άναυδους. Ο τύπος με τα γυαλιά που τραγουδούσε κουνώντας απειλητικά και ρυθμικά το δάχτυλο, έμοιαζε ν’ανακατεύει απότομα όλα τα νερά της μουσικής και της ποίησης και της ελληνικής μας οίησης, μια και μας παρέσυρε η ρίμα.
Λίγο-λίγο η έκπληξη έγινε μαγεία. Το σκοτεινό υπόγειο, η αποθήκη είχε γίνει «το περιβόλι» έτσι όπως το τραγουδάει ο Σαββόπουλος: «κάτι αλήθεια συμβαίνει εδώ κάτι μυστικό, κάτι πλούσιο και παράξενο σαν τοπίο του βυθού»
Οι θεατές-ακροατές αντιδρούσαν ανάλογα με την ηλικία τους. Για τους πιο μεγάλους έφερνε ήχους και απόηχους από τις πρώτες μουσικοχορευτικές ταινίες που είδαν μετά τον πόλεμο. Ακόμα κι από τραγούδια παλιότερα που άκουγαν από τους γονιούς τους. Τώρα που όλα ήταν «χαμένα και προπολεμικά», αυτοί σκέφτονταν καθώς άκουγαν την γνώριμη και επίκαιρη για την εποχή υπόμνηση του Ολαρία-Ολαρά: «Μα αυτός πρέπει νάχει την ηλικία μας»
«Μα αυτός πρέπει νάχει την ηλικία μας» σκεφτόταν και το μεγάλο πλήθος των πιο νέων. «Η μουσική του είναι γνήσια ποπ και ροκ και σόουλ» κι όλα αυτά τα ξενικά που ανακατεύουν στην κουβέντα τους οι πολύ νέοι σ’όλες τις εποχές, για να μεγαλώνουν ακόμα και με τη γλώσσα το χάσμα των γενεών.
Ο άνθρωπος για όλες τις ηλικίες που έφερνε στη μουσική του παλιά και καινούργια, μ’ένα τρόπο δικό του, ήταν τότε 25 χρόνων. Ηταν 25 και τραγουδούσε πως «τόσα χρόνια πάλευα μόνος στα τυφλά και ταξίδεψα κι αρρώστησα και πέρασα πολλά»
Εκείνη τη χρονιά πολλοί κατέβηκαν πολλές φορές στο υπόγειο της οδού Χέυδεν.
Την ορχήστρα την έλεγαν «Μπουρμπούλια» κι έκανε πολύ θόρυβο σε ορισμένα τραγούδια. Σ’άλλα ήταν μελωδική ή μόνο συνοδευτική του τραγουδιστή. Σε πολλά τραγούδια είχε μόνη συνοδεία την κιθάρα του. Τότε έμοιαζε σα να ξανάσκυβε στις παλιές μέρες, στις αρχές, στις πρώτες ρίζες του.Τότε που δεν υπήρχε η πολυτέλεια της ορχήστρας, τότε που έψαχνε τα πρώτα τραγούδια, τα πρώτα λόγια.
Ενας άνθρωπος σκυμμένος πάνω σε μια κιθάρα είναι σα να τραγουδάει η μοναξιά, είναι κάποιος που προσεύχεται, κάποιος που αναρωτιέται:»τι γυρεύω εγώ σ’αυτούς τους βάλτους;»
Ο κόσμος άκουγε με προσοχή τους καινούργιους ήχους τους καινούργιους στίχους, οι πολλοί ήταν πάντα οι πολύ νέοι. Για κάποιους έβλεπες ότι δεν τους άγγιζε. Αν υπήρχε συγκίνηση τήν έβλεπες στα μάτια. Καμμιά φορά έβλεπες και γνωστές φυσιογνωμίες, κανέναν ηθοποιό, γιατί ο Σαββόπουλος είχε αρχίσει να γίνεται γνωστός, δια βοής μόνο, οι εφημερίδες δε γράφανε τίποτα ακόμα. Υπήρχαν στίχοι που έπαιρναν πολύ χειροκρότημα όπως…
Ρίκα Σεϊζάνη
Η Ρίκα Σεϊζάνη (Αθήνα 1933-2019) έγραψε τα βιβλία "Υιοθεσία", "Το ποτάμι που χωρίζει" και "Στην ιδιαίτερη πατρίδα μου τα Πατήσια".